Οι μετρήσεις ποικίλλουν, αλλά όλες ανεβάζουν το ποσοστό συμβολής του τουρισμού στο ελληνικό ΑΕΠ, άμεσα και έμμεσα, πάνω από το 20%.

Το πρώτο χτύπημα στην οικονομία προκαλείται από το κλείσιμο που επιβλήθηκε για να μην απλωθεί η επιδημία, και για τον λόγο αυτό πολλοί πιέζουν για άνοιγμα της αγοράς, έτσι ώστε να κινηθούν τα πράγματα και να μετριαστεί η ζημία. Ωστόσο η επάνοδος θα είναι σταδιακή, ο κόσμος θα είναι διστακτικός και φοβισμένος ενώ σε κάθε περίπτωση είναι βέβαιο ότι η τουριστική κίνηση για φέτος είναι χαμένη.

Την ίδια στιγμή είναι φανερό ότι η Ελλάδα έχει τα μικρότερα περιθώρια να στηρίξει με κρατικό χρήμα την οικονομία, τις επιχειρήσεις και τους εργαζομένους. Κάθε ευρώ που διοχετεύεται θα το πληρώσουμε ακριβά, με τη μορφή φόρων ή περικοπών σε δαπάνες, αφού πρόκειται για δανεικά τα οποία πρέπει να επιστραφούν.

Η πρόβλεψη για εκτόξευση του χρέους ως ποσοστού του ΑΕΠ στο 200% και για έλλειμμα στον Προϋπολογισμό της τάξης του 9% προοιωνίζεται επιστροφή σε περιβάλλον μακρόχρονης κρίσης, καθώς και επιβολής νέων όρων και καταναγκασμών από τους δανειστές. Πέραν όλων των άλλων και ανεξαρτήτως του αν θα υπάρξει τελικά στην Ευρωζώνη ένα πακέτο ευνοϊκής χρηματοδότησης για την ανάκαμψη, είναι μαθηματικά βέβαιο ότι η Ελλάδα θα χρειαστεί νέα αναδιάρθρωση χρέους, η οποία θα οδηγήσει σε δεσμεύσεις και αυστηρή εποπτεία.

Είναι πιθανόν κάποια στιγμή να υπάρξει μια συνολικότερη ευρωπαϊκή διευθέτηση για το χρέος, αφού πλέον λόγω κορωνοϊού ο κατάλογος των υπερχρεωμένων χωρών της Ευρωζώνης διευρύνεται και το πρόβλημα οξύνεται. Αλλά και στην περίπτωση αυτή, το περιβάλλον για την Ελλάδα θα είναι ιδιαίτερα αυστηρό, αφού, εάν τελικά οι χώρες του Βορρά υποχωρήσουν και αποφασίσουν να στηρίξουν, είναι βέβαιο ότι θα επιβάλουν δρακόντειους όρους.

Οι διαθέσεις τους, άλλωστε, έγιναν φανερές από τη στιγμή που, όπως έγινε γνωστό, οι δανειστές επιμένουν να ξεκινήσουν οι πλειστηριασμοί κατοικιών στην Ελλάδα την ώρα που όλος ο πλανήτης χτυπιέται από τον κορωνοϊό και αναμένεται νέα έξαρση των κόκκινων δανείων.

Επιπλέον, φάνηκε την περασμένη εβδομάδα ότι παρά τη στήριξη από την ΕΚΤ, που αποδέχεται πλέον και τα ελληνικά ομόλογα, ο δρόμος του δανεισμού από την αγορά δεν είναι ούτε εύκολος ούτε διάπλατα ανοιχτός. Το κόστος δανεισμού με το επταετές ομόλογο που εκδόθηκε από τη χώρα μας ήταν υψηλότερο από τις αρχικές εκτιμήσεις και οι προσφορές χαμηλότερες.
Είναι σαφές ότι κάθε ευρώ κρατικής στήριξης που δίνεται θα πληρωθεί ακριβά σε επόμενη φάση.

Επομένως, είναι κρίσιμο τα χρήματα αυτά να διοχετευτούν αποτελεσματικά και έγκαιρα, έτσι ώστε να πιάσουν τόπο. Πρέπει να στηριχθεί το εισόδημα που χάνεται λόγω της κρίσης, αλλά και να «χτιστεί» κάτι που θα στηρίξει την οικονομική δραστηριότητα και την εγχώρια παραγωγή την επόμενη μέρα.

Είναι όμως εξίσου σημαντικό οι πολίτες να έχουν μια «αντιπαροχή» για την κρατική βοήθεια που θα χορηγηθεί στην οικονομία.

Δεν νοείται να αφεθούν οι εργαζόμενοι και οι μικρομεσαίοι έρμαια της αγοράς, της ανεργίας και του part time, με ένα ή δύο 800άρια στην τσέπη, με το πρόσχημα ότι πρέπει να επιβιώσουν οι ισχυρές -και κατά τεκμήριο- μεγάλες επιχειρήσεις. Ούτε, βέβαια, είναι κοινωνικά και πολιτικά αποδεκτό οι τράπεζες να στηρίζονται με δισεκατομμύρια ρευστότητας, να αποκτούν «ελευθέρας» για χαριστικούς λογιστικούς χειρισμούς και την ίδια στιγμή να ξεκινούν πλειστηριασμοί προς όφελος κάποιων ξένων και εγχώριων funds.

Η αντιμετώπιση της πανδημίας στο υγειονομικό πεδίο χρειάζεται αλληλεγγύη και κοινωνική υπευθυνότητα. Το ίδιο, όμως, ισχύει και για την αντιμετώπιση των οικονομικών επιπτώσεων.