Το κίτρινο μέταλλο θεωρείται κατεξοχήν καταφύγιο των επενδυτών σε περιόδους κρίσης όπως αυτή του κορωνοϊού. Η «χρυσο-φιλία» των επενδυτών όμως δεν οφείλεται μόνο στον COVID-19, αφού έχει ξεκινήσει ήδη από το φθινόπωρο του 2018 και αντανακλά θεμελιώδεις αβεβαιότητες για την παγκόσμια οικονομία

Η τιμή του χρυσού κάνει ράλι τα δύο τελευταία χρόνια, φτάνοντας την περασμένη εβδομάδα πάνω από το φράγμα των 2.000 δολαρίων ανά ουγγιά, γεγονός που πολλοί παρατηρητές θεωρούν καμπανάκι για την παγκόσμια οικονομία και τις ισορροπίες στη διεθνή αγορά.

Το κίτρινο μέταλλο θεωρείται κατεξοχήν καταφύγιο των επενδυτών σε περιόδους κρίσης και αβεβαιότητας και οι φόβοι για αναζωπύρωση της πανδημίας του COVID-19 το τελευταίο διάστημα ήταν μια καλή αφορμή για την άνοδο της τιμής του. Το τελευταίο ράλι του χρυσού, όμως, είχε ξεκινήσει ήδη από το φθινόπωρο του 2018, κάτι που σημαίνει ότι τα αίτια της «χρυσο-φιλίας» των επενδυτών είναι βαθύτερα και αντανακλούν θεμελιώσεις αβεβαιότητες για την παγκόσμια οικονομία.

Η τιμή του χρυσού έχει κερδίσει 72% από τον Σεπτέμβριο του 2019 και πάνω από 30% από την αρχή του χρόνου σε ονομαστικές τιμές, καθώς ξεπέρασε για πρώτη φορά τα 2.000 δολάρια ανά ουγγιά. Ωστόσο, εάν οι τιμές αποπληθωριστούν, προκύπτει ότι η υψηλότερη τιμή είχε σημειωθεί τον Ιανουάριο του 1980 και ήταν 2.800 σημερινά δολάρια.
Σε έναν κόσμο όπου τα επιτόκια είναι κοντά ή και κάτω από το μηδέν, ενώ ταυτόχρονα οι κεντρικές τράπεζες διοχετεύουν αδιάκοπα τεράστιες ποσότητες νέου χρήματος με το οποίο ντοπάρουν τα χρηματιστήρια και τις αγορές ομολόγων, οι κλασικοί κανόνες του χρήματος έχουν ανατραπεί.

Πολλοί αναλυτές προβλέπουν ότι το ράλι του χρυσού θα έχει συνέχεια, ενώ αρκετοί εκτιμούν ότι πρώτα η τιμή θα κάνει μια διορθωτική βουτιά. Το γεγονός είναι ότι οι συνθήκες αβεβαιότητας που επικρατούν παγκοσμίως έχουν αναδείξει το πολύτιμο μέταλλο.

Παραδοσιακά, η επένδυση σε χρυσό θεωρούνταν κίνηση ασφαλείας, αλλά είχε υψηλό κόστος ευκαιρίας, καθώς η τοποθέτηση στο κίτρινο μέταλλο δεν έδινε ούτε τόκο (όπως τα ομόλογα), ούτε μέρισμα (όπως οι μετοχές). Σήμερα, όμως, οι αποδόσεις των ομολόγων είναι μηδενικές ή ακόμα και αρνητικές για κάποια από αυτά, ενώ και οι μετοχές θεωρούνται «ακριβές» μετά τη μεγάλη άνοδο των τελευταίων ετών.

Επομένως, το κόστος ευκαιρίας (οι χαμένοι τόκοι) δεν υφίσταται πλέον για την επένδυση σε χρυσό. Επιπλέον, οι επενδυτές συνήθως χρησιμοποιούσαν τα ομόλογα ως αντισταθμιστική επένδυση ασφαλείας (hedging) απέναντι στις επενδύσεις σε μετοχές. Ομως οι μηδενικές αποδόσεις έχουν αλλάξει τα δεδομένα και πολλοί πλέον κάνουν αντιστάθμιση κινδύνου με τοποθετήσεις σε χρυσό.

Εάν τώρα συνυπολογίσουμε και την άποψη εκείνων που πιστεύουν ότι το αδιάκοπο «τύπωμα χρήματος» από τις κεντρικές τράπεζες έχει δημιουργήσει μια «φούσκα» στις αξίες των χαρτιών (μετοχές και ομόλογα) η οποία αργά ή γρήγορα θα φέρει πληθωρισμό, τότε γίνεται κατανοητό γιατί οι επενδύσεις σε χρυσό αυξάνονται τα τελευταία χρόνια.

Στο παιχνίδι έχουν μπει δυναμικά και μικροί ιδιώτες επενδυτές, οι οποίοι αγοράζουν μερίδια αμοιβαίων κεφαλαίων που ακολουθούν την τιμή του κίτρινου μετάλλου (ΕΤF – Exchange Traded Funds) και αγοράζουν χρυσό για λογαριασμό των επενδυτών τους.

Οι αγορές χρυσού από ETF έχουν αυξηθεί το τελευταίο διάστημα, καθώς όλο και περισσότεροι επενδυτές αγοράζουν μερίδια σε βαθμό που, σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε η βρετανική εφημερίδα «The Guardian», η συνολική ποσότητα χρυσού που διακρατούν τα ETF είναι περίπου ίση με εκείνη του χρυσού που διαθέτει η αμερικανική κυβέρνηση στο κεντρικό θησαυροφυλάκιο του Fort Knox, στην Πολιτεία Κεντάκι.

Συνολικά, τα ETF διαθέτουν 3.800 τόνους χρυσό αξίας 2,4 τρισ. δολαρίων, ενώ στο Fort Knox φυλάσσονται 4.581 τόνοι χρυσό, από τους συνολικά 8.381 τόνους που διαθέτει η αμερικανική κυβέρνηση, η οποία διαθέτει τη μεγαλύτερη ποσότητα παγκοσμίως.

Οσο για τους πλούσιους επενδυτές, αυτοί αγοράζουν χρυσό σε φυσική μορφή και, σύμφωνα με τον «Guardian», έχει αυξηθεί κατακόρυφα η ζήτηση για θυρίδες και θησαυροφυλάκια φύλαξης χρυσού σε εξειδικευμένες εταιρείες διεθνώς.

Η «εξίσωση» των παγκόσμιων επενδύσεων έχει γίνει πλέον εξαιρετικά περίπλοκη και οι παραδοσιακοί κανόνες δείχνουν να ανατρέπονται σε ορισμένες περιπτώσεις.

Η βασική στρέβλωση που θολώνει τα μηνύματα της αγοράς είναι το «τύπωμα χρήματος» στο οποίο προχωρούν όλες οι κεντρικές τράπεζες για να στηρίξουν το οικονομικό σύστημα και να αποτρέψουν την κατάρρευση.

Το αποτέλεσμα είναι ότι, ενώ όλες οι οικονομίες βουλιάζουν και η λεγόμενη «πραγματική οικονομία» υποφέρει, τα χρηματιστήρια κινούνται ανοδικά, μετά τη βουτιά που έκαναν τον περασμένο Φεβρουάριο – Μάρτιο και ανέκτησαν τις απώλειες.

Οι κεντρικές τράπεζες δημιουργούν νέο χρήμα με το οποίο αγοράζουν ομόλογα ή άλλους επενδυτικούς τίτλους από την αγορά για να ρίξουν ρευστότητα στο σύστημα και να στηρίξουν την οικονομική δραστηριότητα.

Μεγάλο μέρος από αυτό το φρέσκο χρήμα διοχετεύεται στα χρηματιστήρια τροφοδοτώντας τη ζήτηση για ομόλογα και μετοχές. Η Κεντρική Τράπεζα της Ιαπωνίας, μάλιστα, αγοράζει και μετοχές. Υπολογίζεται ότι κατέχει πλέον το 10%-15% των εισηγμένων εταιρειών στο Χρηματιστήριο του Τόκιο, ενώ πολλοί αναλυτές δεν αποκλείουν αντίστοιχες κινήσεις και από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, εάν χρειαστεί.

Αυτός είναι και ο βασικός λόγος της ανοδικής πορείας των χρηματιστηρίων.

Επειδή, όμως, οι επενδυτές θέλουν να αντισταθμίσουν τον κίνδυνο από ενδεχόμενο «ξεφούσκωμα» των μετοχών, στρέφονται στον χρυσό, αφού τα ομόλογα, που συνήθως προσφέρονται για αντιστάθμιση, είναι και αυτά «φουσκωμένα» λόγω των μηδενικών επιτοκίων και του νέου χρήματος που διοχετεύουν οι κεντρικές τράπεζες.

Αυτά είναι τα δεδομένα με βάση τα οποία οι αναλυτές προβλέπουν ότι στο μέλλον θα συνεχιστεί τόσο το «φούσκωμα» των μετοχών και των ομολόγων (αφού τα επιτόκια προβλέπεται να παραμείνουν χαμηλά για μεγάλο χρονικό διάστημα) όσο και η άνοδος του χρυσού λόγω της αβεβαιότητας.

Ολα αυτά, βέβαια, χωρίς να αποκλείονται και απρόβλεπτες προς το παρόν διαταραχές οι οποίες μπορεί να προκαλέσουν ένα νέο σοκ στις διεθνείς αγορές.