Η γενική στόχευση είναι ασφαλώς ορθή, αφού οι επενδύσεις είναι ικανή και αναγκαία συνθήκη για την ανάκτηση του εισοδήματος (ΑΕΠ) που χάθηκε στην κρίση. Είναι επίσης γενικά αποδεκτό ότι οι επενδύσεις από το εξωτερικό (οι Αμεσες Ξένες Επενδύσεις – ΑΞΕ) είναι επιθυμητές επειδή συνοδεύονται από μεταφορά τεχνογνωσίας που διαχέεται στην οικονομία.

Δεν είναι μόνο ότι οι επενδύσεις κατέρρευσαν στη διάρκεια της κρίσης. Το 2007 ήταν συνολικά 63 δισ. ευρώ, ενώ δέκα χρόνια μετά έπεσαν στα 23 δισ.. Το πρόβλημα είναι ότι τότε οι επενδύσεις αφορούσαν κατά μεγάλο μέρος κατασκευές, κυρίως κατοικιών, οι οποίες τροφοδοτήθηκαν με δανεικά, τα οποία σήμερα έχουν μετατραπεί σε κόκκινα δάνεια.

Οσο για τις ξένες επενδύσεις, αυτές βρίσκονταν σε χαμηλά επίπεδα ακόμα και προ κρίσης. Τα τρία τελευταία χρόνια οι ΑΞΕ αυξάνονται και το 2018 διαμορφώθηκαν σε 3,6 δισ. ευρώ (το υψηλότερο ποσό της δεκαετίας), κατευθυνόμενες κατά 20% σε ιδιωτικοποιήσεις. Ωστόσο συνολικά το απόθεμα ξένων επενδύσεων στην Ελλάδα αντιστοιχεί μόνο στο 16% του ΑΕΠ, ενώ στην Πορτογαλία, για παράδειγμα, βρίσκεται στο 59% του ΑΕΠ και στην Ε.Ε. κατά μέσο όρο στο 59%.Πέραν αυτού, έρευνα της Ernst & Young (ΕΥ) έδειξε ότι οι ξένοι επενδυτές που ενδιαφέρονται για την Ελλάδα εστιάζουν στον τουρισμό κατά συντριπτικό ποσοστό (57%), στοιχείο που δείχνει την εξάρτηση της ελληνικής οικονομίας από τον συγκεκριμένο τομέα.

Με λίγα λόγια, ακόμα κι αν αρθούν όλα τα γραφειοκρατικά, αδειοδοτικά, φορολογικά και μύρια όσα άλλα εμπόδια στις επενδύσεις -κάτι που ασφαλώς πρέπει να γίνει- δεν θα έχει λυθεί το πρόβλημα της «μονοκαλλιέργειας» του τουρισμού, ούτε το ότι οι ξένες επενδύσεις στρέφονται κατά κύριο λόγο σε έτοιμες υποδομές, είτε αυτές είναι τουριστικές επιχειρήσεις που γονάτισαν από την κρίση, είτε για ιδιωτικοποιούμενα πάγια στοιχεία και υποδομές του Δημοσίου.

Το ζητούμενο είναι να δημιουργηθούν νέες παραγωγικές μονάδες σε τομείς που συνδέονται με καλά αμειβόμενη απασχόληση, υψηλά εισοδήματα και -βέβαια- μεγάλα κέρδη. Και η μεν κυβέρνηση υποσχέθηκε παρεμβάσεις όπως η μείωση της φορολογίας και η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας, αλλά χρειάζεται ένα στρατηγικό σχέδιο, ένα συνολικό πλαίσιο (το masterplan που λένε και στις πολυεθνικές) για το τι θα πουλήσει η Ελλάδα στους επενδυτές, σε τι θα μεταλλαχθεί η ελληνική οικονομία. Διότι στην ανάπτυξη με δανεικά ούτε μπορούμε, ούτε θέλουμε να γυρίσουμε.

Καλή είναι η προσέλκυση μεγάλων επενδύσεων και η εξωστρέφεια, αλλά στην Ελλάδα ο βασικός κορμός αποτελείται από μικρές και πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες, δυστυχώς, κατά τις αναλύσεις ορισμένων εκ των δανειστών, αποτελούν έναν «αναχρονισμό» και θα πρέπει να δώσουν τη θέση τους σε μεγάλες μονάδες που θα πρέπει να είναι ανταγωνιστικές για να πουλάνε στο εξωτερικό.

Είναι προφανές ότι αυτή η άποψη συνδέεται αυτομάτως με κλείσιμο των «μικρών» και χαμηλές αμοιβές και δεν υπηρετεί την ελληνική κοινωνία, ούτε βέβαια και η λογική τού «κάνουμε τα πάντα» όταν θα αρχίσουν να τίθενται τα διλήμματα ανάμεσα στα κεφάλαια των επενδυτών και την προστασία του περιβάλλοντος, των εργασιακών δικαιωμάτων, των δημοσίων αγαθών και των αμοιβών των εργαζομένων.