Οπως αναμενόταν, ένα από τα σημεία διαφωνίας της κυβέρνησης με τους δανειστές είναι και το περιεχόμενο των λεγόμενων «αντιμέτρων» που θα επιστρέφουν πόρους στην οικονομία εφόσον επιτυγχάνονται οι στόχοι του Προϋπολογισμού. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, σκέφτεται μειώσεις του ΕΝΦΙΑ και του ΦΠΑ σε είδη ευρείας κατανάλωσης, με προφανή στόχευση να ανακουφίσει λαϊκά στρώματα και να αποκομίσει πολιτικό όφελος. Το ΔΝΤ, αντιθέτως, υποστηρίζει μέτρα που θα ενισχύσουν την επιχειρηματικότητα και την οικονομική δραστηριότητα, όπως η μείωση του συντελεστή φορολόγησης των επιχειρηματικών κερδών αλλά και των μεγάλων εισοδημάτων.

Η κυβέρνηση θα έπρεπε να το περιμένει, αφού το ΔΝΤ τα είχε ξεκαθαρίσει αυτά στην τελευταία έκθεσή του προ εβδομάδων, πέραν του ότι εντάσσονται στην πάγια ιδεολογική του κατεύθυνση υπέρ της αγοράς και των επιχειρήσεων και της αδιαφορίας του για τις κοινωνικές συνέπειες.

Η αλήθεια είναι ότι κάθε απαίτηση του ΔΝΤ θα πρέπει να γίνεται δεκτή με επιφύλαξη, ύστερα από τους εγκληματικούς χειρισμούς του στο ελληνικό ζήτημα τα τελευταία χρόνια και δεδομένου ότι είναι γνωστή η τακτική του να ζητάει «τα αδύνατα» για να ασκεί πολιτική πίεση.

Από την άλλη πλευρά, όμως, υπάρχει ένα ζήτημα σε σχέση με τους σχεδιασμούς της κυβέρνησης για τα «αντίμετρα» και τα σημεία για τα οποία έχει αποφασίσει να δώσει μάχη, όπως η κατεξοχήν η εμμονή με τη μείωση του ΕΝΦΙΑ, η οποία, σημειωτέον, αποτελεί εξαγγελία και της αξιωματικής αντιπολίτευσης.

Είναι προφανές ότι ο ΕΝΦΙΑ έχει καταλάβει κεντρική συμβολική θέση στην πολιτική διαμάχη, καθώς ήταν ένα από τα κεντρικά προεκλογικά συνθήματα του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά είναι αμφίβολο ότι επί της ουσίας η όποια μείωσή του θα έχει μεγαλύτερη θετική επίδραση στην οικονομία απ’ ό,τι οι μειώσεις του φόρου εισοδήματος και των κερδών ή οι ελαφρύνσεις στο κόστος της εργασίας και της αυτοαπασχόλησης, το οποίο επιβαρύνεται σημαντικά με το νέο σύστημα εισφορών.

Από την άλλη πλευρά, είναι αμφίβολο ότι τέτοιες υποσχέσεις για ελαφρύνσεις μετά το 2019 είναι σε θέση είτε να ανακουφίσουν πραγματικά τους πολίτες, είτε να αποφέρουν πολιτικά οφέλη.

Εκείνο που θα είχε αποτέλεσμα και για το οποίο θα έπρεπε να δώσει μάχη η κυβέρνηση τώρα που η διαπραγμάτευση «γυρίζει», είναι η δυνατότητα ευνοϊκότερων ρυθμίσεων για τις οφειλές στην Εφορία και τα Ταμεία, οι οποίες σπάνε συνεχώς τα ρεκόρ λόγω της υπερφορολόγησης και της αύξησης των εισφορών.

Επιπλέον, καθ’ υπόδειξη των δανειστών, έχει διαμορφωθεί ένα άκαμπτο σύστημα εξόφλησης και ρύθμισης των οφειλών σε μέχρι 12 δόσεις που συνδυάζεται με την αυστηρή στάση της Ανεξάρτητης Αρχής Δημοσίων Εσόδων, η οποία χρησιμοποιεί κατά κόρον τα αναγκαστικά μέτρα είσπραξης.

Το αποτέλεσμα είναι πάνω από τους μισούς φορολογούμενους να έχουν ληξιπρόθεσμες οφειλές, ενώ η πλειονότητα όσων οφειλετών έχουν λογαριασμούς και περιουσιακά στοιχεία αντιμετωπίζει κατασχέσεις καταθέσεων και δεσμεύσεις εσόδων και επομένως βρίσκεται σε πλήρη αδυναμία να παραμείνει στο οικονομικό παιχνίδι.
Αυτή είναι μια μάχη που θα άξιζε να δώσει η κυβέρνηση με τους δανειστές και θα είχε και πρακτικό και άμεσο αποτέλεσμα για τους πολίτες.

*Αναδημοσίευση από το Business Stories της εφημερίδας ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ (5-3-2017)