Πέρα από το ότι οι όποιες ελαφρύνσεις είναι περιορισμένες -και για αρκετές κατηγορίες φορολογουμένων ασήμαντες-, ανακύπτει το τελευταίο διάστημα και ένα ζήτημα σχετικά με την εφαρμογή κάποιων αποφάσεων, η οποία δημιουργεί προβλήματα, διακρίσεις και στρεβλώσεις που βιώνει έντονα η αγορά – παρόλο που η σκοπιμότητά τους δεν αμφισβητείται.

Ενα τέτοιο παράδειγμα είναι η αναγγελθείσα αύξηση του αριθμού των δόσεων με τις οποίες μπορεί κάποιος να ρυθμίσει οφειλές στην Εφορία σε έως 24 για τακτικές οφειλές ή έως 48 για τις έκτακτες – από 12-24 που είναι σήμερα.

Είναι μια απολύτως λογική και απαραίτητη κίνηση, ίσως μάλιστα να μην είναι και επαρκής, εάν υπολογίσουμε ότι στη διάρκεια της κρίσης η υπερφορολόγηση έχει οδηγήσει πολλούς φορολογουμένους σε υπερχρέωση.

Από εκεί και πέρα, όμως, αρχίζουν τα προβλήματα.

Αποδείχθηκε ότι η ΑΑΔΕ -υπερδραστήρια όταν πρόκειται για κατασχέσεις- δεν ήταν έτοιμη και δεν έχει προετοιμάσει εγκαίρως την ηλεκτρονική πλατφόρμα για τις ρυθμίσεις. Προκύπτει επίσης ότι από τις περισσότερες δόσεις δεν θα μπορούν να επωφεληθούν όλοι οι φορολογούμενοι, αλλά μόνο όσοι είχαν αρρύθμιστες οφειλές μέχρι κάποια ημερομηνία (1η Νοεμβρίου), ενώ εκ των υστέρων εξαγγέλλεται ότι όσοι μπουν στις 12 δόσεις θα μπορούν να μεταφερθούν στις 24, αλλά και πάλι όχι όλοι, αφού θα υπάρξουν αποκλεισμοί οι οποίοι δεν έχουν ακόμα διευκρινιστεί.

Από την άλλη πλευρά, παρά την καθυστέρηση, όσοι βρίσκονται με αρρύθμιστες οφειλές θα κινδυνεύουν ανά πάσα στιγμή με κατάσχεση ή με απώλεια παλαιότερων ρυθμίσεων με 120 ή 100 δόσεις. Γίνεται, δηλαδή, μια σωστή κίνηση και αμέσως υπονομεύεται σε κάποιον βαθμό με εξαιρέσεις και στρεβλώσεις στην εφαρμογή της, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι ενστάσεις των φορέων της αγοράς, οι οποίοι γνωρίζουν ότι σχεδόν όλοι οι επαγγελματίες αλλά και οι ιδιώτες τρέχουν με τη γλώσσα έξω να προλάβουν τις υποχρεώσεις και τις ρυθμίσεις. Ενα άλλο παράδειγμα είναι η υποχρέωση των φορολογουμένων να δαπανήσουν το 30% του φορολογητέου εισοδήματος με ηλεκτρονικά μέσα προκειμένου να μην πληρώσουν παραπάνω φόρο. Είναι ένα μέτρο στη σωστή κατεύθυνση που βοηθά στην καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, αλλά εάν δούμε τις λεπτομέρειες γίνεται φανερό ότι δημιουργούνται προβλήματα σε πολλές περιπτώσεις.

Υπάρχει, για παράδειγμα, η εξαίρεση για όσους έχουν δαπάνες για φόρους, ενοίκια και δάνεια οι οποίες υπερβαίνουν το 60% του εισοδήματος. Στην περίπτωση αυτή, η υποχρέωση για δαπάνες με ηλεκτρονικά μέσα περιορίζεται στο 20%. Ελα, όμως, που στο 60% δεν υπολογίζονται τα ποσά που πληρώνουν οι φορολογούμενοι για ρυθμίσεις, οι οποίοι στην πραγματικότητα καλούνται να δαπανήσουν το… 110% ή 120% του εισοδήματός τους.

Αυτά είναι μόνο δύο από τα πολυάριθμα παραδείγματα «καθημερινής οικονομικής τρέλας» που βιώνουν πολίτες και επιχειρήσεις. Ας τα δουν με πραγματισμό οι αρμόδιοι για να δώσουν απλές και καθαρές λύσεις, διότι όσοι κινούνται στην αγορά εκεί κολλάνε: στις λεπτομέρειες.

Και τα προβλήματά τους δεν λύνονται με γενικόλογες ευνοϊκές εξαγγελίες. Στην πράξη κρίνονται τα πράγματα.