Το τελευταίο διάστημα ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι όλο και πιο ανοιχτά κατηγορεί τη Γερμανία ελπίζοντας προφανώς ότι έτσι θα αποτρέψει την ήττα του στο επερχόμενο δημοψήφισμα, το οποίο αφορά μεν τη συνταγματική αναθεώρηση αλλά ο ίδιος το έχει αναγάγει σε ψήφο εμπιστοσύνης.

Η Ιταλία αντιμετωπίζει μεγάλα οικονομικά προβλήματα και είναι απόλυτα ξεκάθαρο ότι ένα μεγάλο μέρος από αυτά οφείλονται στο ευρώ και την πολιτική της Γερμανίας.
Η δήλωση Ρέντσι προ ημερών ότι η Ευρώπη θα πρέπει να ελέγχει τον γερμανικό προϋπολογισμό ενδεχομένως να ακούγεται περίεργα, αλλά αφορά την καρδιά ενός ευρύτερου προβλήματος που αγγίζει μεν ολόκληρη την Ευρωζώνη, αλλά δεν συζητείται.

Οι Γερμανοί μπορεί να κατηγορούν τους άλλους ότι δεν σέβονται τους κανόνες, αλλά στην πραγματικότητα οι ίδιοι τους παραβιάζουν συστηματικά, συσσωρεύοντας μεγαλύτερα εμπορικά πλεονάσματα από το επιτρεπόμενο όριο.

Διότι στην Ευρωζώνη δεν απαγορεύονται μόνο τα υπερβολικά δημοσιονομικά ελλείμματα, αλλά και τα υπερβολικά εμπορικά πλεονάσματα, όπως αυτό της Γερμανίας, που ξεπερνά το όριο του 6% σε σχέση με το ΑΕΠ, έστω κι αν μέχρι σήμερα δεν επιβάλλονται κυρώσεις.

Οι Γερμανοί μπορεί να καυχώνται ότι αυτή η παράβαση οφείλεται στην επιτυχημένη διαχείρισή τους, αλλά στην πραγματικότητα η δική τους επιτυχία γίνεται πρόβλημα των υπολοίπων. Το εμπορικό πλεόνασμά τους είναι παράγων ανισορροπίας που απειλεί όλο το σύστημα.
Ειδικά για την Ιταλία, τα νούμερα μιλάνε από μόνα τους. Από το 2000 μέχρι το 2016 η βιομηχανική παραγωγή της μειώθηκε κατά 21%, ενώ την ίδια ώρα η αντίστοιχη της Γερμανίας αυξήθηκε κατά 25%. Στο ίδιο διάστημα η Γαλλία παρουσίασε και αυτή υποχώρηση κατά 12%, ενώ συνολικά η παραγωγή στην Ευρωζώνη αυξήθηκε μόνο κατά 5%.

Είναι φανερό ότι η ιταλική παραγωγική μηχανή, που έζησε στιγμές δόξας μεταπολεμικά, «πνίγηκε» από τη στιγμή που κλειδώθηκε στο ίδιο νόμισμα με την ανταγωνιστικότερη γερμανική βιομηχανία. Οσο, βέβαια, υπήρχε η λιρέτα η διαφορά ανταγωνιστικότητας εξισορροπούνταν με τη σταδιακή υποτίμηση και η παραγωγή αυξανόταν αντίστοιχα με τη γερμανική. Με το ευρώ, όμως, η ισορροπία χάθηκε και το πρόβλημα μεταφέρθηκε στην παραγωγή.

Επειδή, μάλιστα το νόμισμα είναι σκληρό, η ιταλική οικονομία έχει ένα μόνιμο χάντικαπ, ενώ αντίθετα η Γερμανία επωφελείται διότι το ευρώ είναι φθηνότερο απ’ ό,τι θα ήταν σήμερα το μάρκο. Ασφαλώς, η Ιταλία έχει και πολλά άλλα προβλήματα, αλλά η σύνδεση με το ευρώ αναδεικνύεται σε κεντρικό ζήτημα. Αλλωστε δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η κοινή γνώμη στη χώρα εκδηλώνει τα χαμηλότερα ποσοστά υποστήριξης στο κοινό νόμισμα και το κόμμα του Μπέπε Γκρίλο, που τα έβαλε με το ευρώ, κερδίζει έδαφος.

Σε μια περίοδο όπου η δυσαρέσκεια της μεσαίας τάξης εκδηλώνεται κάθε φορά που στήνεται κάλπη, δεν αποκλείεται το Italexit να εξελιχθεί στο νέο μεγάλο πρόβλημα μιας Ευρωζώνης που γερμανοκρατείται και απογοητεύει τους πολίτες, με μόνη αποτρεπτική δύναμη το τεράστιο κόστος διαχείρισης της μετάβασης και τον φόβο για παγκόσμια κρίση στον καιρό της αβεβαιότητας.

*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»