Η εκλογή του Ντόναλντ Τραμπ έχει προκαλέσει υπαρξιακές αγωνίες στις περισσότερες ευρωπαϊκές ηγεσίες, που φοβούνται ότι η ψήφος αμφισβήτησης θα ενισχυθεί στις εκλογικές αναμετρήσεις τους επόμενους μήνες. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι κάτι τέτοιο θα συμβεί, αφού η ψήφος διαμαρτυρίας ενισχύεται σταθερά τα τελευταία χρόνια στην Ευρώπη, ως αποτέλεσμα της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών που εφαρμόστηκαν, οι οποίες είχαν ως βασικό χαρακτηριστικό τη λεγόμενη λιτότητα.

Οι εξελίξεις δείχνουν ότι ζούμε μια γενικευμένη αντίδραση της μεσαίας τάξης στις ανεπτυγμένες οικονομίες, καθώς οι πολίτες χάνουν εισόδημα, αλλά και βασικά εργασιακά και κοινωνικά δικαιώματα στο όνομα της ανταγωνιστικότητας, η οποία πλήττεται από την επέκταση των αναπτυσσόμενων χωρών στην παγκοσμιοποιημένη αγορά. Στην Ευρώπη η ιδιομορφία είναι ότι το ευρώ έχει δημιουργήσει πρόσθετες ανισορροπίες μεταξύ των χωρών-μελών, κυρίως ανάμεσα στις χώρες του Βορρά και του Νότου, σε βάρος των τελευταίων.

Οι εμμονές των Γερμανών και των χωρών του σκληρού πυρήνα στις περιοριστικές πολιτικές, τη λεγόμενη λιτότητα, δεν αφήνουν περιθώρια στις άλλες οικονομίες να ανασάνουν. Η δυσαρέσκεια για το ευρώ φουντώνει στην Ιταλία, ενώ στη Γαλλία η Μαρίν Λεπέν απορρίπτει την Ευρώπη και καλπάζει δημοσκοπικά, καθώς η κοινή γνώμη στις χώρες αυτές ενοχοποιεί την ενωμένη Ευρώπη για τα προβλήματά της. Το σκληρό ευρώ και η απαγόρευση των δημοσίων ελλειμμάτων ανταποκρίνονται στις ανάγκες της Γερμανίας, η οποία επωφελείται, καθώς οι εξαγωγές της διευκολύνονται από την στιγμή που διαθέτει ένα ισχυρό νόμισμα με διεθνή αναγνώριση, όχι όμως τόσο σκληρό όσο θα ήταν το γερμανικό μάρκο. Οι περιοριστικές πολιτικές στην Ευρώπη αμφισβητούνται ανοιχτά πλέον, καθώς χώρες όπως η Ιταλία, η Γαλλία, το Βέλγιο κ.ά. θέλουν περισσότερο «χώρο» στους προϋπολογισμούς τους, ενώ διεθνώς ακούγονται όλο και περισσότερες φωνές για την ανάγκη τόνωσης της οικονομίας μέσα από δημόσιες επενδύσεις.

Ακόμα και το ΔΝΤ και η ΕΚΤ αναφέρονται πλέον στην ανάγκη να ενισχυθεί η οικονομική δραστηριότητα με δαπάνες των κρατικών προϋπολογισμών, με τις λεγόμενες επεκτατικές πολιτικές, ενώ ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ έχει εξαγγείλει ένα μεγάλο πρόγραμμα εκτέλεσης δημοσίων έργων. Η Γερμανία, όμως, κλείνει τα αυτιά της και επιμένει στο δόγμα της λιτότητας για την Ευρώπη, σε μια περίοδο όπου η οικονομία της χώρας διανύει μία από τις καλύτερες φάσεις της.

Η Κομισιόν την περασμένη εβδομάδα ζήτησε από τις πλεονασματικές χώρες να προχωρήσουν σε δημοσιονομική επέκταση, να αυξήσουν δηλαδή τις δημόσιες δαπάνες για να τονώσουν τις επενδύσεις και την κατανάλωση, αλλά ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε έσπευσε να απορρίψει το ενδεχόμενο, ενώ τοποθετήθηκε αρνητικά και στην παρότρυνση του απερχόμενου προέδρου των ΗΠΑ να προχωρήσει η Ευρωζώνη σε ελάφρυνση του ελληνικού χρέους. Δεδομένου ότι ο Σόιμπλε δεν φαίνεται να αλλάζει στάση, το πιθανότερο είναι ότι η δυσαρέσκεια στις άλλες χώρες θα μεγαλώσει και αυτό θα φαίνεται στις κάλπες κάθε φορά που οι πολίτες θα έχουν την ευκαιρία να ψηφίσουν. Το μεγάλο πρόβλημα είναι ότι ακόμα και στην υποθετική περίπτωση που ο Σόιμπλε θα άλλαζε μυαλά και θα αποφάσιζε να χαλαρώσει τις συντηρητικές πολιτικές, κάτι τέτοιο θα ήταν πολιτικά δύσκολο γιατί θα αντιμετώπιζε αντιδράσεις στο εσωτερικό της χώρας του. Η σκληρή γραμμή ενισχύει τα αντιευρωπαϊκά κόμματα αμφισβήτησης, όπως των Κίνημα των Πέντε Αστέρων στην Ιταλία και της Μαρίν Λεπέν στη Γαλλία, ενώ η χαλαρή γραμμή ενισχύει το κόμμα Εναλλακτική για τη Γερμανία, που κριτικάρει την κυβέρνηση Μέρκελ και υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ.

Η Ευρώπη βρίσκεται στο απόλυτο πολιτικό αδιέξοδο, καθώς εάν συνεχιστούν οι ίδιες πολιτικές, θα ενισχύονται οι τάσεις φυγής στον Νότο, ενώ εάν χαλαρώσουν, θα κινηθεί προς την έξοδο ο Βορράς. Με αυτά τα δεδομένα το μέλλον της ευρωπαϊκής ενοποίησης δεν μοιάζει ρόδινο.

*Το παρόν άρθρο είναι αναδημοσίευση από την εφημερίδα «ΠΡΩΤΟ ΘΕΜΑ»