Η επιστροφή των ελεγκτών στην Αθήνα για διαπραγματεύσεις σηματοδοτεί μια νέα σκληρή φάση για την οικονομία και την κοινωνία, η οποία θα προσδιορίσει και τις πολιτικές εξελίξεις.

Ενα από τα βασικά κλειδιά της νέας συμφωνίας είναι το ύψος του πρωτογενούς πλεονάσματος για φέτος και για τα επόμενα δύο χρόνια. Το ζήτημα φαίνεται ότι είναι ανοιχτό προς διαπραγμάτευση, τουλάχιστον ως προς την κατανομή των στόχων μέσα σε αυτή την τριετία.

Αν τεθούν και πάλι μη ρεαλιστικοί, υψηλοί στόχοι, είναι βέβαιο ότι το πρόγραμμα θα αποτύχει ταχύτατα και σύντομα θα επιστρέψουμε στον φαύλο κύκλο όπου διαπιστώνονται δημοσιονομικά κενά, τα οποία επιβάλλουν νέα μέτρα, τα οποία φέρνουν νέα ύφεση, η οποία… οδηγεί σε νέα δημοσιονομικά κενά και νέα μέτρα.

Ούτως ή άλλως, ο καθορισμένος στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ για το 2018 είναι εξαιρετικά φιλόδοξος και θα μπορούσε θεωρητικά να επιτευχθεί χωρίς να διαλυθεί η κοινωνία μόνο αν μέχρι τότε η ελληνική οικονομία αναπτύσσεται με ρυθμούς του 4% ετησίως και άνω. Επομένως, μέχρι τότε θα πρέπει να υπάρξουν οι προϋποθέσεις για ανάκαμψη και αυτές είναι ασύμβατες με υψηλά πλεονάσματα.

Οσο για τα επόμενα χρόνια, ελπίζουμε ότι οι προβλέψεις δεν θα γίνουν και πάλι με τη μέθοδο της «οικονομικής φαντασίας» που χρησιμοποιήθηκε το 2012 και κατέληξε στην πρόβλεψη για πλεονάσματα της τάξης του 4%-4,5% επί σειρά ετών.

Τέτοιες επιδόσεις είναι απλώς ανέφικτες και αν δούμε και αυτή τη φορά να μπαίνουν στο πρόγραμμα ανάλογες προβλέψεις, θα είναι ένα ξεκάθαρο μήνυμα ότι πρόκειται για ασκήσεις επί χάρτου τις οποίες ουδείς θα πιστεύει και ότι όλα γίνονται απλώς για να μετατεθεί εκ νέου το πρόβλημα -και το αδιέξοδο- στο μέλλον.

Εξαιρετικά σημαντικό επίσης, από πολλές πλευρές, είναι και το θέμα των τραπεζών.

Ο τρόπος αντιμετώπισης των κόκκινων δανείων έχει μεγάλη σημασία όχι μόνο από οικονομική σκοπιά, αλλά και από κοινωνική και πολιτική.

Η κυβέρνηση σκοπεύει να εισαγάγει ένα σύστημα διαχείρισης των κόκκινων δανείων και προστασίας της πρώτης κατοικίας, ούτως ώστε να υπάρξει προστασία των αδυνάτων και εξυγίανση με ήπιο τρόπο.

Η έννοια του «αδύνατου», όμως, στην περίπτωση αυτή είναι σχετική, καθώς το πρόβλημα αφορά και σημαντικό αριθμό νοικοκυριών και επιχειρήσεων που χωρίς να είναι -προς το παρόν τουλάχιστον- σε πλήρη αδυναμία, αδυνατούν όμως λόγω της κρίσης, να εξυπηρετήσουν δάνεια που έλαβαν υπό διαφορετικές συνθήκες.

Ταυτόχρονα, όμως, οι δανειστές είναι σαφώς αποφασισμένοι να πιέσουν για να ξεκινήσουν οι πλειστηριασμοί και ήδη επέβαλαν ως προαπαιτούμενο τις αλλαγές στη δικαστική διαδικασία οι οποίες τους διευκολύνουν.
Και μόνο τα δύο αυτά κεφάλαια της διαπραγμάτευσης, τα πρωτογενή πλεονάσματα και τα κόκκινα δάνεια, αναδεικνύουν τον βαθμό δυσκολίας στο να καταρτιστεί ένα πρόγραμμα που «θα βγαίνει». Που θα μπορεί δηλαδή να υλοποιηθεί χωρίς να δημιουργήσει νέα οικονομικά αδιέξοδα που θα εντείνουν και την κοινωνική ένταση, η οποία πιθανότατα θα φέρει και νέα πολιτική αποσταθεροποίηση.

Η λύση δεν εξαρτάται μόνο από τις διαπραγματευτικές δυνατότητες της ελληνικής πλευράς, αλλά -κυρίως- από την πολιτική βούληση των δανειστών.

Κατά πόσο, δηλαδή, είναι διατεθειμένοι να δεχτούν ένα πρόγραμμα υλοποιήσιμο και όχι ένα πρόγραμμα τιμωρίας όπως τα προηγούμενα.