Την περασμένη εβδομάδα εισήχθησαν στο Χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης οι μετοχές της εταιρείας Uber, η οποία εκμεταλλεύεται μια εφαρμογή για κινητά που επιτρέπει σε ιδιώτες να χρησιμοποιούν το όχημά τους ως ταξί (δεν υπάρχει στην Ελλάδα). Μία μέρα πριν, οδηγοί που χρησιμοποιούν το Uber, καθώς και την παρόμοια εφαρμογή Lyft, έκαναν απεργία σε διάφορες πόλεις του κόσμου σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τις άθλιες συνθήκες εργασίας και τους χαμηλούς μισθούς.

Οι εφαρμογές αυτές χαρακτηρίστηκαν υπόδειγμα καινοτομίας και αντίστοιχα οι δημιουργοί τους πρωτοπόροι στην εφαρμογή του νέου οικονομικού μοντέλου, της οικονομίας του διαμοιρασμού, το οποίο φέρνει επαναστατικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία.

Την ίδια στιγμή, όμως, υπάρχει και η άλλη πλευρά: εκείνη των επιπτώσεων στην εργασία και την κοινωνία. Μπορεί το Uber και οι άλλες εφαρμογές να υπόσχονται πρωτόγνωρες δυνατότητες ελεύθερης εργασίας, κατά βούληση με ελαστικό ωράριο, αλλά οι απεργούντες οδηγοί κάνουν λόγο για 16ωρα εργασίας, χωρίς δικαιώματα, με αμοιβές που κινούνται στο μισό των ποσών που διαφημίζουν οι εταιρείες.

Ο Αμερικανός ανθρωπολόγος Αλεξ Ρόζενμπλατ, μάλιστα, στο βιβλίο του «Uberland: Πώς οι αλγόριθμοι ξαναγράφουν τους κανόνες της εργασίας», ύστερα από τέσσερα χρόνια εθνογραφικής μελέτης των οδηγών του Uber, περιγράφει ένα δυστοπικό περιβάλλον όπου οι εργαζόμενοι οδηγοί μανατζάρονται από έναν αλγόριθμο ο οποίος γνωρίζει τα πάντα για τον τρόπο με τον οποίο δουλεύουν, τους παρακολουθεί συνεχώς, κανονίζει τις κούρσες, τις τιμές και επιβάλλει ένα εξοντωτικό σύστημα εργασίας και ανταπόκρισης σε κίνητρα. Επειδή, μάλιστα, ένα από τα μεγάλα οικονομικά προβλήματα των εταιρειών είναι το κόστος των οδηγών, αυτές επενδύουν σε τεχνολογίες αυτο-οδηγούμενων οχημάτων. 

Καθώς οι εταιρείες μπαίνουν στο χρηματιστήριο και το μικροσκόπιο των αναλυτών, αποκαλύπτεται ότι παράγουν αρνητικό αποτέλεσμα – αν και υπόσχονται κέρδη στη συνέχεια. Παρ’ όλα αυτά, διαθέτουν τεράστια ρευστότητα λόγω των επενδυτικών κεφαλαίων που έχουν συγκεντρώσει, οπότε είναι σε θέση να χρηματοδοτήσουν την επέκτασή τους μέχρι να εκτοπίσουν τους πάντες από την αγορά. Αυτό το μοντέλο έχουν εφαρμόσει σχεδόν όλοι οι ψηφιακοί κολοσσοί που έχουν επικρατήσει σε διάφορες αγορές, όπως η Amazon, η Google και το Facebook, που έχουν πλέον εξελιχθεί σε  πανίσχυρα μονοπώλια.

Ειρήσθω εν παρόδω, ένα από τα μεγάλα -και πρώτα- θύματα της ψηφιακής οικονομίας είναι και τα μέσα ενημέρωσης, καθώς ο συνδυασμός της μετάβασης των εφημερίδων στο Ιντερνετ με την επικράτηση πλατφορμών όπως η Google, που κυριαρχεί στο περιεχόμενο και τη διαφήμιση, έχουν καταστήσει εξαιρετικά δύσκολη την επιβίωση δημοσιογραφικών οργανισμών. Μπορεί η ενημέρωση να θεωρείται το θεμέλιο της Δημοκρατίας, αλλά στην πραγματικότητα το βιώσιμο οικονομικό μοντέλο για την ενημέρωση είναι σήμερα ένα ζητούμενο.

Την περασμένη εβδομάδα ήρθε στο φως και η δημόσια παρέμβαση του Κρις Χιουζ, συνιδρυτή του Facebook, από το οποίο όμως έχει πλέον αποχωρήσει. Με άρθρο του, λοιπόν, στους «New York Times» υποστηρίζει ότι το Facebook πρέπει να σπάσει στα τρία (Facebook, Instagram και WhatsApp), διότι έχει γίνει τόσο μεγάλο και πανίσχυρο που απειλεί τη Δημοκρατία: «Η επιρροή του Μαρκ (Ζάκερμπεργκ) ξεπερνά κατά πολύ εκείνη οποιουδήποτε άλλου στον ιδιωτικό τομέα ή στην κυβέρνηση. […] Η δυνατότητά του να καταγράφει, να οργανώνει, ακόμα και να λογοκρίνει τις συζητήσεις μεταξύ 2 δισεκατομμυρίων ανθρώπων δεν έχει προηγούμενο».

Ολα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι η πρόοδος πρέπει ή μπορεί να σταματήσει. Δείχνουν, όμως, ότι η εξέλιξη της τεχνολογίας χωρίς κοινωνικό και πολιτικό έλεγχο μπορεί εύκολα να οδηγήσει σε μια κόλαση αντί για τον παράδεισο. Ο Χιουζ, μάλιστα, ζητεί να περάσει και στις ΗΠΑ νομοθεσία αντίστοιχη με την ευρωπαϊκή οδηγία για την προστασία της ιδιωτικότητας (GDPR), κάτι που δείχνει ότι η Ευρώπη μπορεί να έχει μείνει πίσω τεχνολογικά, αλλά δεν παύει να αποτελεί -για πόσο ακόμα;- υπόδειγμα κοινωνικής και πολιτικής οργάνωσης.