Tο νέο σύστημα προστασίας της πρώτης κατοικίας για τους κόκκινους δανειολήπτες, στο οποίο συμφώνησαν κυβέρνηση και τραπεζίτες, αποτελεί ασφαλώς ένα θετικό βήμα, στον βαθμό που δημιουργείται ένα δίχτυ προστασίας για τους πολίτες που κινδυνεύουν να χάσουν το σπίτι τους από πλειστηριασμό, αλλά την ίδια στιγμή δημιουργεί και αρκετά ερωτήματα τα οποία, όπως συνήθως, κρύβονται στις λεπτομέρειες.

Ενα ζήτημα, το οποίο επισημαίνει και η αντιπολίτευση, είναι το πώς θα λειτουργήσουν τα όρια που έχουν τεθεί για να επιλέγονται όσοι θα δικαιούνται προστασία και κατά πόσον αυτά θα αποδειχτούν «κόφτες» που θα αποκλείουν δανειολήπτες από την προστασία.

Από τη μια το όριο για την αξία της πρώτης κατοικίας παραμένει σχετικά υψηλό και διαμορφώνεται κατ’ ανώτατον στα 250.000 ευρώ, ανάλογα με την οικογενειακή κατάσταση (σε σχέση με τα 280.000 ευρώ του νόμου Κατσέλη). Από την άλλη, τίθεται και ένα ανώτατο όριο για το ανεξόφλητο υπόλοιπο των δανείων που συνδέονται με προσημείωση στην πρώτη κατοικία, στα 130.000 ευρώ, το οποίο ζήτησαν οι τράπεζες. Οσοι έχουν μεγαλύτερες οφειλές θα αποκλείονται. Επίσης, θα αποκλείονται και όσοι έχουν ετήσιο εισόδημα πάνω από 12.500 ευρώ εφόσον είναι άγαμοι, μέχρι 36.000 ευρώ για μια οικογένεια με τρία παιδιά.

Για τους επιλέξιμους δανειολήπτες θα υπάρχει ένα ρεαλιστικό και αποτελεσματικό σύστημα ρύθμισης, το οποίο θα προβλέπει αναπροσαρμογή του δανείου στην αξία της πρώτης κατοικίας προσαυξημένης κατά 20%, ενώ αν η αποπληρωμή δεν του αφήνει χρήματα για να ζήσει (σύμφωνα με τις λεγόμενες εύλογες δαπάνες) θα παίρνει και επιδότηση από το κράτος.

Είναι γεγονός ότι για τους επιλέξιμους δανειολήπτες είναι ένα λογικό και δίκαιο σύστημα, εφόσον βέβαια η υπό διαμόρφωση νομοθετική ρύθμιση προβλέπει ότι η αναδιάρθρωση των δανείων κατ’ αυτόν τον τρόπο θα είναι υποχρεωτική -και όχι προαιρετική- για τις τράπεζες.

Το βασικό ερώτημα όμως είναι ποιους και πόσους θα αποκλείσει ο κόφτης των 130.000 ευρώ για το ύψος των δανείων και κατά πόσο το συγκεκριμένο κριτήριο θα ακυρώσει στην πράξη το όριο της αξίας της κατοικίας το οποίο ακούγεται υψηλό και βεβαίως το «διαφημίζει» η κυβέρνηση. Διότι υποτίθεται ότι ο αντικειμενικός σκοπός των ρυθμίσεων είναι να διευκολυνθούν οι δανειολήπτες που βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής λόγω της κρίσης, ενώ ταυτόχρονα θα αποκλείονται οι λεγόμενοι στρατηγικοί κακοπληρωτές. Με τα κριτήρια που τίθενται, όμως, όποιος έχει οφειλές άνω των 130.000 ευρώ εξομοιώνεται οριζόντια με τους στρατηγικούς κακοπληρωτές και αποκλείεται από τη ρύθμιση των δανείων του. Για ίδιο σπίτι και ίδιο εισόδημα, ένας δανειολήπτης που οφείλει 129.000 ευρώ δικαιούται κούρεμα και κρατική επιδότηση, ενώ κάποιος άλλος που χρωστάει 131.000 ευρώ οδηγείται σε πλειστηριασμό. Πρόκειται ασφαλώς για μια μεταχείριση η οποία δεν είναι ούτε λογική ούτε δίκαιη.

Το δεύτερο ερώτημα είναι τι θα συμβαίνει με όσους δανειολήπτες βρίσκονται μεν σε πραγματική αδυναμία πληρωμής αλλά θα εξαιρούνται από τις νέες ρυθμίσεις, επειδή δεν καλύπτουν τα κριτήρια. Θα προβλέπεται κάποιος μηχανισμός ρύθμισης που θα δεσμεύει μεν τους δανειολήπτες σε πληρωμή αλλά θα υποχρεώνει και τις τράπεζες σε μια λογική αναδιάρθρωση ή όχι;

Διότι αν το ζήτημα αφεθεί και πάλι στη διακριτική ευχέρεια των τραπεζών, όπως σήμερα με τον λεγόμενο κώδικα δεοντολογίας, το πιθανότερο είναι ότι δεν θα σημειωθεί κάποια πρόοδος στο ζήτημα -όπως δεν υπήρξε τα τελευταία χρόνια που ισχύει το σημερινό καθεστώς- και ότι απλώς θα ανοίξει ο δρόμος για πλειστηριασμούς σε όσους δεν μπορούν να περάσουν από τους κόφτες του νέου συστήματος.