Προ ημερών η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) ανακοίνωσε νέο γύρο φθηνής χρηματοδότησης για τις ευρωπαϊκές τράπεζες, για να αντιμετωπίσουν αλώβητες τα καινούρια προβλήματα που διαγράφονται καθώς η οικονομία της Γηραιάς Ηπείρου κόβει ταχύτητα.

Οι μετοχές του τραπεζικού κλάδου ανέβηκαν, επιβεβαιώνοντας το γνωστό παράδοξο της κρίσης «τα κακά νέα (για την οικονομία) είναι καλά νέα (για τις τράπεζες και τους επενδυτές)», αφού οι κεντρικές τράπεζες αναγκάζονται να στηρίξουν το σύστημα για να μην καταρρεύσει συνολικά.

Ολα αυτά, βέβαια, δεν σημαίνουν ότι τα κέρδη από αυτή τη στήριξη φτάνουν και στις τσέπες της λεγόμενης «πραγματικής οικονομίας». Στη διάρκεια της κρίσης οι τιμές των μετοχών στα μεγάλα χρηματιστήρια υπερδιπλασιάστηκαν (δυόμισι φορές πάνω στις ΗΠΑ, δύο φορές στην Ευρώπη) κυρίως χάρη στις ενέσεις χρήματος από τις κεντρικές τράπεζες. Οι ενέσεις αυτές δεν έγιναν επενδύσεις, δουλειές και αυξήσεις μισθών, αλλά μεταφράστηκαν σε κέρδη για όσους κατέχουν μετοχές, ομόλογα και άλλα χαρτιά, που βέβαια δεν είναι τίποτα μεροκαματιάρηδες, αλλά οι πλούσιοι του κόσμου τούτου και τα επαγγελματικά στελέχη των τραπεζών και των επενδυτικών εταιρειών.

Ολα αυτά συμβαίνουν μέσα σε κλίμα αδιαφάνειας και έλλειψης κάθε δημοκρατικού ελέγχου, αφού η ΕΚΤ υποτίθεται ότι λειτουργεί με τεχνοκρατικά κριτήρια και είναι ανεξάρτητη από την πολιτική ηγεσία. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι οι αποφάσεις της δεν έχουν πολιτικές συνέπειες. Κάθε άλλο. Τι πιο πολιτικό από το να αποφασίζεις ποιος θα κερδίσει και ποιος θα χάσει;

Είναι χαρακτηριστικό, για παράδειγμα, ότι η ΕΚΤ αρνήθηκε να χορηγήσει στον Γιάνη Βαρουφάκη και τον Γερμανό ευρωβουλευτή της Αριστεράς Φάμπιο Ντε Μάσι το εσωτερικό έγγραφο στο οποίο είχε βασιστεί για να παγώσει τη χρηματοδότηση στις ελληνικές τράπεζες το 2015, γεγονός που τελικά οδήγησε στα capital controls στη χώρα μας. Οι αιτούντες προσέφυγαν στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο, αλλά το τελευταίο δικαίωσε την ΕΚΤ και τελικά δεν δόθηκε πρόσβαση στο έγγραφο. Μπορεί ο Γ. Βαρουφάκης να κατηγορείται για πολλά (ψεύτη πάντως δεν τον έχει πει κανείς) και να έχει και εκείνος τις ευθύνες του, αλλά το γεγονός ότι η οικονομική ασφυξία σε μια χώρα της Ευρωζώνης βασίστηκε σε ένα… εσωτερικό έγγραφο, το οποίο τηρείται απόρρητο ακόμη και ύστερα από 4 χρόνια, σίγουρα πρέπει να προβληματίσει.

Πιο επίκαιρο -και σε κάποιον βαθμό ανάλογο- είναι το ζήτημα της προστασίας της πρώτης κατοικίας στην Ελλάδα, που σκοντάφτει στις αντιρρήσεις των δανειστών, οι οποίοι βασίζονται στην ανησυχία της ΕΚΤ για τις συνέπειες που θα υπάρξουν στα ταμεία των τραπεζών. Οι δανειστές, δηλαδή, πιέζουν να βγουν περισσότερα σπίτια δανειοληπτών στο σφυρί προς όφελος των τραπεζών, με κριτήρια, διαβουλεύσεις και διαπραγματεύσεις οι οποίες και πάλι συντελούνται στο παρασκήνιο. Μόνο ένα «σύνθημα» διοχετεύεται προς τα έξω, μια μυθολογία για «στρατηγικούς κακοπληρωτές», χωρίς στοιχεία, χωρίς στατιστικές, χωρίς αποδείξεις, για να υποστηριχθεί το αφήγημα των πλειστηριασμών. Λες και οι μικροί και οι μεσαίοι που έχουν πάρει τα στεγαστικά δάνεια έχουν στην υπηρεσία τους στρατιές δικηγόρων και λογιστών για να κρύβουν τα λεφτά τους σε φορολογικούς παραδείσους.

Το χρηματιστήριο πάντως έχει πάρει το μήνυμα και οι μετοχές των τραπεζών έκαναν ράλι, αφού εκτός των άλλων θα επωφεληθούν και πάλι από κρατικό χρήμα – μέσα από τις κρατικές εγγυήσεις που θα δοθούν για την πώληση των κόκκινων δανείων. Είναι φανερό: Λεφτά υπάρχουν.