Οι τελευταίες προβλέψεις της Κομισιόν για την ευρωπαϊκή οικονομία επιβεβαιώνουν την πτωτική τάση που είχε φανεί τους τελευταίους μήνες. Ο εμπορικός πόλεμος και η διεθνής αβεβαιότητα έχουν το τίμημά τους: η οικονομική δραστηριότητα στην Ευρωζώνη επιβραδύνεται, ιδιαίτερα στις μεγάλες χώρες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία, η Ιταλία, ακολουθώντας το φρενάρισμα της κινεζικής οικονομίας, το οποίο αποδεικνύεται ισχυρότερο απ’ ό,τι αναμενόταν.

Στην παγκόσμια αγορά όλοι είναι συνδεδεμένοι και η πίεση που ασκείται στον έναν παίκτη με τον εμπορικό πόλεμο μεταφέρεται στον άλλον.

Για την Ελλάδα, η Κομισιόν κατέβασε οριακά την πρόβλεψη για αύξηση του ΑΕΠ φέτος στο 2,2%, ενώ εκτιμά ότι ο ρυθμός θα επιταχυνθεί φτάνοντας στο 2,3% το 2020, συμπληρώνοντας τη στερεότυπη φράση-μαϊντανό: «Υπό την προϋπόθεση ότι θα συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις» – οτιδήποτε κι αν σημαίνει αυτή η λέξη.

Οσο κι αν οι μακροχρόνιες προβλέψεις είναι επισφαλείς, απεικονίζουν μια τάση η οποία φαίνεται ότι δεν είναι μόνο συγκυριακή, αλλά αποτυπώνει και ευρύτερες αλλαγές στο παγκόσμιο οικονομικό σύστημα.

Ο εμπορικός πόλεμος μάλλον δεν είναι μόνο μια έκρηξη που οφείλεται στον απρόβλεπτο και συγκρουσιακό χαρακτήρα του Ντόναλντ Τραμπ, αλλά ένα σύμπτωμα βαθύτερων συστημικών αλλαγών που φέρνει η ραγδαία άνοδος της Κίνας σε όλα τα πεδία: οικονομία, τεχνολογία, στρατιωτική ισχύς. Ανεξαρτήτως του «ταμπεραμέντου» του προέδρου, η άνοδος της Κίνας αλλάζει βαθιά τις ισορροπίες.

Η παγκοσμιοποίηση φάνηκε να φρενάρει τα τελευταία χρόνια, τάση που επιδεινώνεται ασφαλώς με τον εμπορικό πόλεμο. Οι αναλύσεις ινστιτούτων και πολυεθνικών δείχνουν ότι οδεύουμε σε έναν κόσμο «περιφερειοποίησης», όπου οι συναλλαγές θα εστιάζουν περισσότερο μέσα στο ίδιο μπλοκ παρά παγκοσμίως. Οι λόγοι δεν είναι μόνο πολιτικοί, αλλά και τεχνολογικοί. Η παραγωγή μεταφέρεται στα ρομπότ, οπότε οι χώρες με χαμηλό εργασιακό κόστος δεν θα έχουν πια πλεονέκτημα. Ταυτόχρονα, μια αμερικανική, π.χ., εταιρεία έχει κίνητρο να εγκαταστήσει το ρομποτικό εργοστάσιό της κοντά στη Silicon Valley στην Καλιφόρνια αντί για τo Γκουανζού στην Κίνα.

Την ίδια στιγμή, βέβαια, η Κίνα κάνει άλματα στην τεχνολογία, οπότε σύντομα τα γεωγραφικά κίνητρα ίσως να ανατραπούν και η παγκόσμια πρωτεύουσα της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής να είναι η Σανγκάη ή ακόμα και η Μόσχα.

Σε έναν τέτοιο κόσμο το χάσμα μεταξύ των φτωχών και των πλούσιων χωρών που θα διαθέτουν σύγχρονη τεχνολογία όχι μόνο θα μεγαλώνει, αλλά θα είναι και σχεδόν αδύνατον να καλυφθεί, όπως προβλέπει ο Ισραηλινός ιστορικός Γιουβάλ Νόα Χαράρι (στο βιβλίο του «21 μαθήματα για τον 21ο αιώνα», από τις εκδόσεις Αλεξάνδρεια). Μέχρι τώρα οι φτωχές χώρες πουλούσαν φθηνή εργασία για να γίνουν πλουσιότερες και να πάρουν μια θέση στην παγκόσμια αγορά. Στον κόσμο των ρομπότ τι θα κάνουν οι φτωχότερες για να καλύψουν το κενό;

Ουδείς μπορεί να προβλέψει το μέλλον, αλλά εάν η Ιστορία διδάσκει κάτι, είναι ότι η μετάβαση σε νέες ισορροπίες σπάνια γίνεται ομαλά και αναίμακτα. Οι μεγάλες δυνάμεις ποτέ δεν επέδειξαν πνεύμα fair play όταν έχαναν έδαφος στον διεθνή ανταγωνισμό, ούτε είπαν στους αντιπάλους τους «παρακαλώ, μετά από εσάς» για να αποφύγουν μια σύγκρουση.

Το άλλο συμπέρασμα είναι ότι η Ελλάδα, με ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ της τάξης του 2% που προέρχεται κατά το μεγαλύτερο μέρος από τον τουρισμό και την εσωτερική κατανάλωση (αγοράζουμε και πουλάμε ο ένας στον άλλον υπηρεσίες και εισαγόμενα προϊόντα), δεν θα φτάσει πουθενά.

Αυτό που χρειάζεται δεν είναι «μεταρρυθμίσεις», όπως λένε κάποιοι γραφειοκράτες, αλλά μια οικονομική και εκπαιδευτική επανάσταση, για την οποία όμως ουδείς συζητά.