Η έκδοση κρατικού ομολόγου, τρία χρόνια μετά την τελευταία προσπάθεια πρόσβασης στις αγορές και πάνω από επτά χρόνια από τότε που η Ελλάδα δανείστηκε για τελευταία φορά από διεθνείς ιδιώτες επενδυτές, έγινε αφορμή για έντονη πολιτική αντιπαράθεση.

Η ουσία, όμως, της υπόθεσης είναι αλλού και όχι στην επικοινωνιακή διαχείριση από την κυβέρνηση και την αντιπολίτευση.

Από τη στιγμή που η κυβέρνηση αποδέχθηκε τη λογική του προγράμματος και την υποχρέωση εφαρμογής του μνημονίου δεν έχει άλλη επιλογή από το να επιδιώξει την έκδοση ομολόγων ακόμη και αν δεν χρειάζεται τα χρήματα – και όχι μόνο για λόγους πολιτικών εντυπώσεων.

Αλλωστε η Ελλάδα έχει πρόσβαση σε άφθονη χρηματοδότηση από τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό Σταθερότητας (ESM), και μάλιστα με πολύ χαμηλότερο επιτόκιο, κάτω από 1%.

Εφόσον, όμως, η κυβέρνηση φτάσει στο σημείο να εκδίδει ομόλογα με λογικά επιτόκια (χαμηλότερα πάντως από αυτά της τελευταίας έκδοσης) θα ανοίξει σταδιακά ο δρόμος προς τις διεθνείς αγορές για το Δημόσιο και για τις τράπεζες, οι οποίες σήμερα είναι αποκλεισμένες και εξαρτώνται κατά συντριπτικό ποσοστό για τη χρηματοδότησή τους από τη ρευστότητα που τους χορηγεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.

Αυτός είναι και ο λόγος που η έκδοση του κρατικού ομολόγου έγινε δεκτή με θετικό τρόπο από την τραπεζική και την επιχειρηματική αγορά.

Σε ό,τι αφορά την απεξάρτηση από τα μνημόνια και την ανάκτηση της αυτονομίας στην οικονομική πολιτική, η σχετική συζήτηση είναι εκ των πραγμάτων υπερτιμημένη για, κυρίως, δύο λόγους.
Καταρχάς ακόμα και αν υποθέσουμε ότι όταν τελειώσει το πρόγραμμα η Ελλάδα θα έχει φτάσει στο σημείο να δανείζεται με λογικά επιτόκια αγοράς και δεν θα χρειάζεται ούτε νέο δάνειο, ούτε στήριξη από την Ευρωζώνη, η χώρα μας δεν θα έχει την απαιτούμενη ελευθερία ως προς τη δημοσιονομική της πολιτική.

Οι στόχοι του Προϋπολογισμού είναι δεδομένοι και προσδιορίζονται από τις δεσμεύσεις για υψηλά πλεονάσματα επί σειρά ετών.

Επιπλέον, οποιαδήποτε απόπειρα απόκλισης από το δόγμα της Ευρωζώνης (π.χ. με προσλήψεις ή αύξηση δαπανών) θα καταδικάζεται όχι μόνο με κυρώσεις, στο πλαίσιο της οικονομικής εποπτείας της Κομισιόν που ισχύει για όλες τις χώρες, αλλά θα τιμωρείται και από τις αγορές με αύξηση επιτοκίων.

Επιπλέον, ακόμα και υπό ιδανικές συνθήκες η Ελλάδα θα έχει δυνατότητα δανεισμού από τις αγορές με επιτόκιο μία-δύο ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο από εκείνο του ESM. Αυτό σημαίνει μεγάλη επιβάρυνση για τον Προϋπολογισμό αλλά και επιδείνωση της λεγόμενης δυναμικής του χρέους. Οι παραπάνω τόκοι θα προστεθούν στο χρέος, οπότε θα αυξηθεί και ο λογαριασμός της ελάφρυνσης για τους δανειστές.

Με λίγα λόγια, θα υπάρξει δίλημμα τόσο για την ελληνική πλευρά όσο και για τους δανειστές, γεγονός που ήδη επισημαίνουν αναλυτές και ινστιτούτα, τα οποία συχνά προλέγουν απόψεις που αργότερα εκφράζονται από τα κέντρα αποφάσεων.

Παρ’ όλα αυτά, η έξοδος στις αγορές έχει μεγάλη πολιτική σημασία για την ελληνική πλευρά, αλλά και για τους δανειστές, οι οποίοι θέλουν να δείξουν ότι οι χειρισμοί τους στην Ελλάδα αποδίδουν.

*Αναδημοσίευση από το Business Stories (30-7-2017)