«Δεν είμαστε πολιτικός θεσμός», είπε την περασμένη εβδομάδα ο πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) Μάριο Ντράγκι, κάνοντας σαφές ότι για να δράσει πρέπει να πάρει το πράσινο φως από τους υπουργούς Οικονομικών στο Eurogroup.

Στην πραγματικότητα η συγκεκριμένη δήλωση θυμίζει λίγο ανέκδοτο, αφού η ΕΚΤ παρεμβαίνει με κατεξοχήν πολιτικό τρόπο τα τελευταία χρόνια και είναι ο μόνος θεσμός που έχει συγκεντρωμένη τόσο πολλή εξουσία στα χέρια του, χωρίς μάλιστα να υπόκειται σε κάποιον δημοκρατικό έλεγχο.

Οι υπουργοί που συνεδριάζουν στο Eurogroup έχουν προκύψει από εκλογές, έρχονται και παρέρχονται ανάλογα με τη βούληση των ψηφοφόρων.

Ο κ. Ντράγκι, όμως, καθώς και όλα τα μέλη της διοίκησης της ΕΚΤ έχουν διοριστεί από τις κυβερνήσεις, βάσει βιογραφικών. Οι αποφάσεις τους λαμβάνονται εν κρυπτώ, χωρίς να γίνονται γνωστά τα αποτελέσματα της ψηφοφορίας.

Η ΕΚΤ ήταν εκείνη που οδήγησε το 2010 την Ιρλανδία στο μνημόνιο, όταν ο προηγούμενος πρόεδρός της Ζαν-Κλοντ Τρισέ απείλησε τον πρωθυπουργό της χώρας ότι δεν θα προχωρούσε σε αύξηση της χρηματοδότησης των τραπεζών, παρά μόνο αν εκείνος ζητούσε πρόγραμμα στήριξης από το Eurogroup. Αλλά και το 2013, επί Μάριο Ντράγκι, ήταν και πάλι η ΕΚΤ εκείνη που πίεσε την Κύπρο να υποστεί το κούρεμα των καταθέσεων απειλώντας ότι θα τραβήξει την πρίζα από το τραπεζικό σύστημα της Μεγαλονήσου.

Η αποστολή της ΕΚΤ βάσει των συνθηκών είναι μονομερής και περιορίζεται στη διασφάλιση της σταθερότητας των τιμών για να μη χάνει την αγοραστική του δύναμη το ευρώ. Δεν έχει δικαιοδοσία για την οικονομική ανάπτυξη και την απασχόληση -σε αντίθεση με την Ομοσπονδιακή Τράπεζα των ΗΠΑ- και έτσι από νομική άποψη είναι περιορισμένο το εύρος των παρεμβάσεών της.

Αυτό, όμως, δεν εμπόδισε την ΕΚΤ να ερμηνεύσει χαλαρά το νομικό πλαίσιο σε αρκετές περιπτώσεις τα τελευταία χρόνια. Οπως το 2010, όταν αγόρασε κρατικά ομόλογα των χωρών της περιφέρειας με το πρόσχημα ότι ήθελε να διασφαλίσει «τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής». Το έκανε, όμως, αφού πρώτα είχε διασφαλίσει ότι οι χώρες είχαν δεσμευτεί με μνημόνια για την εφαρμογή νεοφιλελεύθερων και συντηρητικών πολιτικών. Η ΕΚΤ υποτίθεται ότι είναι «μη πολιτική», αλλά προωθεί συστηματικά τη νεοφιλελεύθερη ατζέντα, με κατάργηση εργασιακών και ασφαλιστικών δικαιωμάτων, αποκρατικοποιήσεις και περιορισμό του κράτους πρόνοιας.

Η χαλαρή ερμηνεία, ωστόσο, δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση της Ελλάδας όπου η ΕΚΤ υιοθετεί άκαμπτη στάση, με αποτέλεσμα να πιέζεται η χώρα μέσω του τραπεζικού συστήματος και -σε συνδυασμό με τις απειλές και τις κινδυνολογικές δηλώσεις από το Βερολίνο- να υπονομεύεται η λειτουργία της οικονομίας και της αγοράς.

Οι ενέργειες της ΕΚΤ, παρότι τυπικά δεν είναι πολιτικός θεσμός, έχουν ισχυρό πολιτικό αποτέλεσμα και λειτουργούν εναντίον της ελληνικής κυβέρνησης, με στόχο να την εμποδίσουν να εφαρμόσει μια διαφορετική πολιτική.