H απενοχοποίηση του ΔΝΤ θεωρείται επιβεβλημένη, καθώς καλείται να διαδραματίσει έναν νέο ρόλο, εκείνο του υπερασπιστή του ελεύθερου εμπορίου απέναντι στον προστατευτισμό που ενισχύεται τα τελευταία χρόνια, αλλά και να συμβάλει στην αποτροπή ενός νέου επεισοδίου διεθνούς οικονομικής κρίσης το οποίο πολλοί πιστεύουν ότι βρίσκεται προ των πυλών.

Οι εξελίξεις απειλούν το ίδιο το modus operandi της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, πάνω στην οποία βασίζεται ένα διεθνοποιημένο σύστημα συμφερόντων που περιλαμβάνει μεγάλες πολυεθνικές, ισχυρά κράτη και μια διεθνοποιημένη τεχνοκρατική ελίτ.

Τα συμφέροντα αυτά βλέπουν το ΔΝΤ ως ένα όχημα που μπορεί και πρέπει να υπερασπιστεί το status quo της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας από την αποσταθεροποίηση.

Επιχειρούνται, λοιπόν, η αναβάθμιση του ΔΝΤ και η αλλαγή της εικόνας του, η οποία βαρύνεται με αυστηρή κριτική για τις συνταγές του που εφαρμόζονται ήδη από την εποχή της κρίσης στη Νοτιοανατολική Ασία το 1997 μέχρι την κρίση της Ευρωζώνης το 2010 και έχουν ως κοινό παρονομαστή τη «λιτότητα» (προκυκλικές πολιτικές), με περικοπές δαπανών, μειώσεις αμοιβών και ιδιωτικοποιήσεις που προκαλούν ύφεση και κοινωνική διάλυση στις οικονομίες που υποτίθεται ότι διασώζονται.

Πλέον το ΔΝΤ, μετά και την κριτική για τα λάθη στην Ελλάδα, προωθεί μια εικόνα αυτοκριτικής και παραδοχής των λαθών του εισάγοντας στη ρητορική του και ολίγον από δημόσιες επενδύσεις, κοινωνικές ανισότητες, κλιματική αλλαγή κ.ο.κ.

Βέβαια, για «αποζημίωση» των θυμάτων που προκάλεσαν οι πολιτικές του δεν γίνεται λόγος, ούτε υπάρχει κάποιος μηχανισμός πολιτικής ή κοινωνικής λογοδοσίας για τα στελέχη των οργανισμών αυτών.
Αντιθέτως, υπάρχει οιονεί διπλωματικού τύπου ασυλία, ενώ τα πρόσωπα ανακυκλώνονται σε θέσεις διαφορετικών φορέων και οργανισμών, που ανήκουν όμως στο ίδιο σύστημα.

Αναδεικνύονται αντιφάσεις και στρεβλώσεις που χαρακτηρίζουν το διεθνές σύστημα «οικονομικής διακυβέρνησης», μια τεχνοκρατική γραφειοκρατία η οποία ρυθμίζει κρίσιμα ζητήματα για την παγκόσμια οικονομία, χωρίς να υπόκειται σε πολιτική ή κοινωνική λογοδοσία.

Η Κριστίν Λαγκάρντ, για παράδειγμα, ήταν υπουργός Οικονομικών της Γαλλίας όταν εκδηλώθηκε η κρίση στην Ευρωζώνη το 2010 και πίεζε το ΔΝΤ να καθυστερήσει το κούρεμα του ελληνικού χρέους – καθυστέρηση που φέτος το ίδιο το ΔΝΤ αναγνώρισε ως λάθος του. Η κυρία Λαγκάρντ στη συνέχεια τέθηκε επικεφαλής του ΔΝΤ και τώρα, τον Οκτώβριο, αναλαμβάνει τα ηνία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Ο Γερούν Ντάισελμπλουμ υπήρξε υπουργός Οικονομικών της Ολλανδίας και ήταν πρόεδρος του Eurogroup στο αποκορύφωμα της κρίσης. Εκ των υστέρων, το 2017, είχε δηλώσει ότι «χρησιμοποιήσαμε πολλά από τα χρήματα του φορολογούμενου με λάθος τρόπο, κατά τη γνώμη μου, για να σώσουμε τις τράπεζες. Ο κόσμος που επέκρινε τα πρώτα χρόνια του ελληνικού προγράμματος λέγοντας πως όλα έγιναν για τις τράπεζες έχουν κάποιο δίκαιο. Και αυτό ισχύει για όλες τις χώρες. Οι τράπεζες παντού στην Ευρώπη σώθηκαν σε βάρος του φορολογούμενου».

Ο κ. Ντάισελμπλουμ έφτασε να διεκδικεί τη θέση του γενικού διευθυντή του ΔΝΤ, αν και έχασε τελικά από την Βουλγάρα Κρισταλίνα Γκεοργκίεβα η οποία διαδέχεται την Κριστίν Λαγκάρντ.
Μόνο ο χρόνος θα δείξει αν και αυτή η αλλαγή ρητορικής του ΔΝΤ οφείλεται σε μια επιχείρηση δημοσίων σχέσεων ή για ουσιαστική στροφή πολιτικής.

Είναι εντυπωσιακό, πάντως, πώς μπορούν να αναγνωρίζονται τόσο σοβαρά «λάθη» από τόσο υψηλά ιστάμενα πρόσωπα και τόσο σημαντικούς οργανισμούς χωρίς να υπάρχουν συνέπειες, αλλά αντιθέτως επιβράβευση με διορισμούς σε νέες θέσεις ευθύνης.