Η απόφαση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να συνεχίσει τις χρηματοδοτήσεις στις ευρωπαϊκές οικονομίες μέσω της επαναγοράς των ομολόγων τους σε συνδυασμό με την ανακοίνωσή της ότι αν χρειαστεί θα τις αυξήσει ξανά προσφέρουν μια πολύ μεγάλη ασφάλεια στην ελληνική οικονομία για τα επόμενα χρόνια. Η Ελλάδα βγαίνει πιο ωφελημένη απ’ όσο περιμέναμε από αυτή την συνεδρίαση της ΕΚΤ, την οποία ο διοικητής της Τραπέζης της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας χαρακτηρίζει «θρίαμβο».

Και αυτό διότι ενώ η ΕΚΤ, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις πληθωριστικές πιέσεις σταματάει από τον Μάρτιο του 2022 τις νέες «καθαρές» χρηματοδοτήσεις, συνεχίζει την επαναχρηματοδότηση μέσω των ομολόγων που έχει ήδη αγοράσει. Και μάλιστα έχει το δικαίωμα να ενισχύσει περισσότερο όποιες χώρες θεωρεί αναγκαίο και σε αυτές, αν χρειαστεί, θα περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, της οποίας η οικονομία μετά τη μακροχρόνια κρίση θεωρείται ευαίσθητη.

Οι φόβοι της ΕΚΤ για τον πληθωρισμό είναι μάλλον περιορισμένοι και γι’ αυτό δεν αυξάνει τα επιτόκια του ευρώ και συνεχίζει τα προγράμματα χρηματοδότησης μέσω ομολόγων, διατηρώντας την αυξημένη ρευστότητα στις ευρωπαϊκές οικονομίες για να αντεπεξέλθουν στα προβλήματα που προκαλεί η πανδημία.

Αυτό δημιουργεί περιθώρια και ανάσες στη δημοσιονομική πολιτική που ασκεί το υπουργείο Οικονομικών και αφαιρεί από την κυβέρνηση ένα σημαντικό άγχος σχετικά με το αν θα μειωθούν οι χρηματοδοτήσεις από την Ευρώπη για την πανδημία. Τώρα, πλέον, ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας μπορεί να κινηθεί με άλλη άνεση και το επιτελείο του Μαξίμου να βγάλει από την εξίσωση του εκλογικού σχεδιασμού τον κίνδυνο ξαφνικής έλλειψης ρευστότητας μέσα στο 2022.

Η σχέση οικονομίας και εκλογών είναι σαφής και καθοριστική. Εφόσον υπάρχουν περιθώρια άνετων δημοσιονομικών χειρισμών, όσο υπάρχουν δυνατότητες κάλυψης των ζημιών που προκαλεί η πανδημία και ενίσχυσης των αδύναμων οικονομικά στρωμάτων, η κυβέρνηση δεν πιέζεται να προσφύγει στις κάλπες για ανανέωση της εντολής της. Αντίθετα κερδίζει χρόνο διακυβέρνησης με περιορισμένη φθορά από το μέτωπο της οικονομίας.

Βεβαίως η απόφαση του αν θα γίνουν εκλογές μέσα στο 2022 ή αν θα περιμένει ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης τη λήξη της θητείας του το 2023 δεν εξαρτάται μόνο από την απόφαση της ΕΚΤ και την πορεία της οικονομίας.

Οι πολιτικές εξελίξεις, με κυριότερη την εκλογή νέου προέδρου στο ΚΙΝ.ΑΛ. (το οποίο σύντομα ελπίζουμε να μετονομαστεί ξανά σε ΠΑΣΟΚ, για να μην μπερδευόμαστε και για να ξέρουμε για τι πράγμα μιλάμε), εξετάζονται στο πλαίσιο του εκλογικού σχεδιασμού της κυβέρνησης.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης δεν ήταν η επιθυμητή επιλογή του Μαξίμου, αλλά ούτε η χειρότερη εξέλιξη για τη Ν.Δ. που θα προτιμούσε τον Αντρέα Λοβέρδο και δεν ήθελε τον Γιώργο Παπανδρέου. Ο Ανδρουλάκης είναι αυτή τη στιγμή μια άγνωστη παράμετρος, ένας πολιτικός που δεν ξέρουμε ακόμη πώς θα κινηθεί και τι επίπτωση θα έχουν οι κινήσεις του στις πολιτικές ισορροπίες. Καταρχήν, υποθέτουμε ότι θα θελήσει να συντηρήσει το ενδιαφέρον που υπάρχει στους πολίτες για το ΠΑΣΟΚ και το οποίο εκδηλώθηκε με τη συμμετοχή 280.000 ψηφοφόρων στις εσωκομματικές εκλογές. Εχοντας πάρει μια σαφέστατη εντολή ηγεσίας από τους ψηφοφόρους και όντας πανίσχυρος αυτή τη στιγμή στο κόμμα, ο Ανδρουλάκης θα κληθεί να διατυπώσει σαφείς θέσεις και προτάσεις πολιτικής για όλα τα σημαντικά ζητήματα. Θέσεις που θα τον διαφοροποιούν και από τη Ν.Δ. και από τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά ταυτόχρονα θα προσελκύουν ψηφοφόρους και από τα δύο κόμματα προκειμένου να καταστεί το ΠΑΣΟΚ ξανά υπολογίσιμη δύναμη που θα μπορεί να παίξει ρόλο σε κυβερνήσεις συνεργασίας αρχικά και να αποκτήσει κυβερνητική προοπτική για τη συνέχεια.

Προκειμένου να συνδυάσει τους δύο στόχους, δηλαδή τη διαφοροποίηση από τους δύο αντιπάλους του και την άντληση ψηφοφόρων και από τους δύο, ο κ. Ανδρουλάκης θα πρέπει να επιλέξει σε ποιους τομείς πολιτικής και σε ποιες πολιτικές αποφάσεις της κυβέρνησης θα συμφωνεί και πού θα διαφωνεί. Μια διαφωνία σε όλα, όπως εσφαλμένα κάνει ο ΣΥΡΙΖΑ (και το πληρώνει) θα ήταν λάθος τόσο σημαντικό όσο θα ήταν και η συμφωνία σε όλα με την κυβέρνηση. Αλλά σε βασικά θέματα, όπως η πανδημία και η εξωτερική πολιτική ή τα αμυντικά θέματα, ο κ. Ανδρουλάκης πρέπει να βρει ισορροπίες με την κυβέρνηση, έστω και με μικρές διαφοροποιήσεις. Σε άλλα θέματα που αφορούν την κοινωνική πολιτική και τα εισοδηματικά, διαθέτει ως κεντροαριστερός de facto το δικαίωμα διαφωνίας. Και σε αυτά, όμως, εφόσον θέλει να θεωρείται κυβερνητική δύναμη και όχι απλώς ανεύθυνη αντιπολίτευση, δεν μπορεί να κινηθεί εκτός των δυνατοτήτων που έχει η ελληνική οικονομία.

Ο τρόπος με τον οποίο κινούνται και αποφασίζουν οι ψηφοφόροι τελευταία μοιάζει σαν να ζητούν μια μεγαλύτερη συναίνεση μεταξύ των πολιτικών κομμάτων και να αντιδρούν στις ακραίες συμπεριφορές. Μετά από δέκα και πλέον χρόνια κρίσης, οι Ελληνες θέλουν να επανέλθουν σε ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας και απολαμβάνουν τα μέτρα εκσυγχρονισμού και περιορισμού της γραφειοκρατίας που απλουστεύουν τη ζωή τους και μειώνουν τον χρόνο και το χρήμα που σπαταλιέται ασκόπως λόγω της γραφειοκρατίας.

Ολα αυτά πρέπει να τα λάβει υπόψη του ο κ. Ανδρουλάκης και όπως και όλοι οι άλλοι πρέπει να λάβει υπόψη του ότι η επόμενη κυβέρνηση που θα διαμορφωθεί, όποτε και αν γίνουν οι εκλογές, μάλλον δεν θα είναι αυτοδύναμη, αλλά πιθανότατα κυβέρνηση συνεργασίας. Φυσικά δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης, αλλά με τη νέα περιορισμένης ενίσχυσης ενισχυμένη αναλογική η κυβέρνηση αυτή δεν θα είναι πια πολύ ισχυρή σε αριθμό βουλευτών και θα χρειάζεται υποστήριξη από άλλα κόμματα.

Αυτό δημιουργεί στον κ. Ανδρουλάκη μια σύντομη προοπτική συμμετοχής σε κυβερνητικό σχήμα και προφανώς αυξάνει την απαίτηση για υπεύθυνη αντιπολίτευση μέχρι τότε.

Παράλληλα, δημιουργεί σε όλα τα κόμματα την υποχρέωση μεγαλύτερης συναίνεσης σε όλα τα ζητήματα προκειμένου μελλοντικά να μπορούν να συγκυβερνούν.

Η αύξηση λοιπόν της συναίνεσης είναι το ζητούμενο από όλους, κυβέρνηση και αντιπολίτευση, για να μπορούμε μελλοντικά να αποφύγουμε την πολιτική αστάθεια.