Η συντεχνία των συνδικαλιστών του Δημοσίου εμπόδιζε επί δεκαετίες τον πολιτικό κόσμο να πραγματοποιήσει όποια μεταρρύθμιση σχεδίαζε. Ολες οι κυβερνήσεις ήταν δέσμιες αυτής της συντεχνίας η οποία αποφάσιζε ερήμην -και εις βάρος τελικά της κοινωνίας- παραλυτικές απεργίες και βίαιες πορείες στο κέντρο της Αθήνας, ακόμη και αν τα ίδια τα μέλη της, η πλειοψηφία των δημοσίων υπαλλήλων, ήταν αντίθετα στις κινητοποιήσεις. Είναι αμφίβολο αν εκπροσωπούσε στην πραγματικότητα τους δημόσιους υπαλλήλους η συντεχνία των συνδικαλιστών τους τα τελευταία χρόνια. Ηταν και παραμένουν επαγγελματίες συνδικαλιστές οι οποίοι απολαμβάνουν προνόμια έναντι όλων των εργαζομένων και διέθεταν μέχρι πρότινος μεγάλη ισχύ. Μια ισχύ την οποία συχνά πυκνά χρησιμοποιούσαν μετατρέποντας σε κόλαση την καθημερινότητα όλων. Απ’ ό,τι φαίνεται η ισχύς αυτή έχει περιοριστεί σημαντικά. Μετά το φιάσκο της προηγούμενης κινητοποίησης για το ίδιο εργασιακό νομοσχέδιο, την περασμένη Τετάρτη είδαμε άλλη μία απόδειξη. Οι συνδικαλιστές του Δημοσίου απέτυχαν να κινητοποιήσουν τους δημόσιους υπαλλήλους. Απήργησαν μεν οι δημόσιες υπηρεσίες, όμως δεν συμμετείχαν μαζικά οι δημόσιοι υπάλληλοι στις κινητοποιήσεις. Φυσικά ο κομματικός στρατός του ΠΑΜΕ είχε τη συνήθη πειθαρχία αλλά ακόμη και σε αυτούς το πάθος των «αγώνων» έχει καταλαγιάσει. Αντιλαμβάνονται ενδεχομένως ότι είναι εκτός εποχής και εκτός εξελίξεων, απλώς δεν θέλουν να το παραδεχτούν διότι αν το παραδεχτούν χάνουν κάθε λόγο ύπαρξης.

Ο Μητσοτάκης πέρασε εύκολα ένα δύσκολο νομοσχέδιο όχι μόνο στη Βουλή, αλλά και στην κοινωνία. Η αποχή από αυτές τις κινητοποιήσεις δείχνει ότι η ελληνική κοινωνία αντιλαμβάνεται την αναγκαιότητα των αλλαγών που επιβάλουν οι τεχνολογικές -κυρίως- εξελίξεις. Και το γεγονός ότι ο Πιερρακάκης κατάφερε να υλοποιήσει σε μεγάλο βαθμό την ψηφιακή αλλαγή στο Δημόσιο, επιτρέποντας στους πολίτες να πραγματοποιήσουν αρκετές απλές και συνηθισμένες συναλλαγές με τις δημόσιες υπηρεσίες ηλεκτρονικά, περιορίζει σημαντικά τις επιπτώσεις που έχει μια απεργία του δημοσίου τομέα στην καθημερινότητα.

Για να λέμε την αλήθεια, η πανδημία ήταν ο λόγος που δεν υπήρξαν αντιδράσεις στην ψηφιοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών που υλοποίησε ο Πιερρακάκης. Αν δεν υπήρχε η πανδημία, που εμπόδιζε τις κινητοποιήσεις και τις απεργίες, είναι αμφίβολο αν θα είχαν υλοποιηθεί αυτές οι μεταρρυθμίσεις διότι θα αντιδρούσαν εντονότατα οι συνδικαλιστές του Δημοσίου. Φυσικά οι συνδικαλιστές προσπαθούν να πετύχουν τη μέγιστη αναστάτωση στην καθημερινότητα των πολιτών για να νιώσουν ισχυροί, για να περάσουν το μήνυμά τους στην κοινωνία και στον πολιτικό κόσμο. Στο πλαίσιο αυτό, «αφελώς» είχαν «ξεχάσει» ότι οι μαθητές είχαν εξετάσεις όταν ανακοίνωναν την απεργία τους. Και φυσικά όταν τους το θύμισαν όλοι διαμαρτυρόμενοι εντόνως, τότε μόνο εξαίρεσαν από την απεργία τους εκπαιδευτικούς που συμμετείχαν στις εξετάσεις. Είναι όμως ενδεικτικό το γεγονός ότι προκειμένου να προκαλέσουν τη μέγιστη ενόχληση ακόμη και τις εξετάσεις των μαθητών θα θυσίαζαν όπως έχουν κάνει στο παρελθόν. Αυτή τη φορά η ενόχληση περιορίστηκε στον αποκλεισμό του κέντρου και στη συνήθη ηχορρύπανση από τις ντουντούκες.

Το πρόβλημα, όμως, δεν είναι μόνο οι συνδικαλιστές του Δημοσίου. Είναι το επίπεδο της αντιπολίτευσης που ασκείται σήμερα. Η έλλειψη επιχειρημάτων, η απουσία κάθε μελέτης των προβλημάτων, η ανυπαρξία εναλλακτικών λύσεων από όλα τα κόμματα της αντιπολίτευσης είναι βλαπτική για τη Δημοκρατία μας. Δεν επιτρέπεται να απουσιάζει η εναλλακτική, αλλά αυτό βιώνουμε σήμερα. Και αυτό αυξάνει την πιθανότητα λάθους στις κυβερνητικές αποφάσεις. Οταν μια κυβέρνηση κυβερνά χωρίς αντίπαλο, είναι αναμενόμενο ότι και αλαζονική θα γίνει και λάθη θα κάνει και αυθαιρεσίες. Και αυτό μας βλάπτει όλους.

Δυστυχώς τα πολύ κακά χαρακτηριστικά που επέδειξε ο ΣΥΡΙΖΑ ως κυβέρνηση, με κορυφαίο την επιπολαιότητα και την προχειρότητα, συνεχίζει να τα επιδεικνύει και σήμερα. Ενώ απέκτησε κυβερνητική εμπειρία, ενώ είδε την πραγματικότητα από άλλη θέση, δηλαδή από τα υπουργεία και τα κυβερνητικά έδρανα, επέστρεψε στην οπτική του καφενείου και του τσιπουράδικου. Και είναι λογικό να του γυρίζουν την πλάτη οι ψηφοφόροι όσο παραμένει σε αδράνεια και περιορίζει την αντιπολιτευτική του πολιτική στις κραυγές και στους «αγώνες» των περασμένων δεκαετιών. Αν δεν σηκωθεί από τα καφενεία, αν δεν στρωθεί στη δουλειά για να διατυπώσει προτάσεις σύγχρονες και εφαρμόσιμες, αν δεν προτείνει ρεαλιστικές εναλλακτικές λύσεις στα νομοθετήματα της κυβέρνησης, δεν θα αποκτήσει ξανά ισχυρή κυβερνητική προοπτική. Ωστόσο η χώρα δεν μπορεί να μείνει για πολύ καιρό «μονοκομματική». Οσο χρειάζεται μια ικανή κυβέρνηση άλλο τόσο χρειάζεται μια σοβαρή και υπεύθυνη αντιπολίτευση. Οι συνδικαλιστές του Δημοσίου, ο κομματικός στρατός του ΠΑΜΕ και του ΚΚΕ, τα νταούλια που έλεγε παλιότερα ο Τσίπρας και τα «παιδιά» που καίνε την Αθήνα δεν μας οδηγούν πουθενά.