Οι πρόσφατες δηλώσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη περί ανανέωσης της Νέας Δημοκρατίας είναι ελπιδοφόρες.

Δήλωσε ότι η ανανέωση του κόμματος θα γίνει με νέους που θέλουν να πολιτευτούν σε διάφορες εκλογικές περιφέρειες και τόνισε ότι δεν έχει καμία δέσμευση και κανένα «γραμμάτιο» έναντι των βουλευτών του, αφού κανείς δεν τον υποστήριξε στις εσωκομματικές εκλογές. Η ανανέωση της Νέας Δημοκρατίας από τον Μητσοτάκη είναι ίσως περισσότερο αναγκαία απ’ όσο ο ίδιος πιστεύει – και κατά τη γνώμη μου έχει ήδη αργήσει να την ξεκινήσει. Η Νέα Δημοκρατία παραμένει ένα παλιού τύπου κόμμα που στηρίζεται σε φεουδαρχικές δομές και περιμένει να πέσει η κυβέρνηση για να τη διαδεχθεί.

Το μεγάλο πρόβλημα που δημιούργησε ο ΣΥΡΙΖΑ στη Νέα Δημοκρατία τώρα είναι ότι της «έκλεψε» την πολιτική. Οπως λέει χαρακτηριστικά ένας μεγάλος επιχειρηματίας, «ο Τσίπρας πήρε το πορτοφόλι από την τσέπη του Μητσοτάκη». Δηλαδή ο Τσίπρας κατάφερε και εφήρμοσε τη φιλελεύθερη πολιτική την οποία υποτίθεται ότι θα εφάρμοζε η Ν.Δ., αλλά δεν το έκανε όταν ο Σαμαράς ήταν στην κυβέρνηση. Πούλησε τα αεροδρόμια, πούλησε το Ελληνικό, πουλάει τα λιμάνια και τη ΔΕΗ, είναι έτοιμος να ψηφίσει τα Εργασιακά, μείωσε τις συντάξεις για να αντιμετωπίσει έστω και προχείρως το Ασφαλιστικό, θα εφαρμόσει τις λύσεις για τα κόκκινα δάνεια των τραπεζών, δέχτηκε τον κόφτη και το Υπερταμείο και όλα αυτά τα κάνει χωρίς αντιδράσεις. Αν λοιπόν ο Τσίπρας τα κάνει όλα αυτά, τι θα κάνει ο Μητσοτάκης; Φυσικά και δεν μιλάει ο Μητσοτάκης για μείωση του δημόσιου τομέα – δεν το θέλει εξάλλου το κόμμα του και ο ίδιος θεωρεί ότι, αν αναφερθεί σε αυτό, θα χάσει ψηφοφόρους από τους δημοσίους υπαλλήλους. Αυτό λοιπόν που υποτίθεται ότι θα κάνει η Ν.Δ. αν έρθει είναι ότι θα διαχειριστεί καλύτερα την επιβεβλημένη από τα μνημόνια πολιτική απ’ ό,τι τη διαχειρίζεται ο Τσίπρας. Πιθανόν να είναι έτσι, αλλά ο Τσίπρας την πουλάει καλύτερα στην κοινωνία και δεν υπάρχει καμία αντίδραση. Ενώ αν ο καλύτερος διαχειριστής Μητσοτάκης προσπαθούσε να πάρει αυτά τα μέτρα, ο Τσίπρας θα ήταν στο κέντρο της Αθήνας με την κουκούλα του και θα την έκαιγε. Αρα ο καλύτερος διαχειριστής δεν θα τα κατάφερνε, αλλά ο χειρότερος μεν διαχειριστής αλλά καλύτερος «ψεύτης πωλητής» τα καταφέρνει.

Για να είμαστε λοιπόν ρεαλιστές, πρέπει να παραδεχθούμε ότι πολιτική στην Ελλάδα δεν παράγεται πλέον από κανένα κόμμα, έρχεται εισαγόμενη από τα γραφεία των δανειστών, οι οποίοι τελικά διαλέγουν και ποιος θα την εφαρμόσει καλύτερα, όχι επειδή ιδεολογικά την ασπάζεται, αλλά επειδή την περνάει στην κοινωνία χωρίς αντιδράσεις. Αυτή είναι η κατάσταση και μένει να δούμε τι μπορούν να κάνουν οι δυο πολιτικοί αρχηγοί που βρίσκονται σήμερα στα πράγματα, ο Τσίπρας και ο Μητσοτάκης. Ο Τσίπρας λοιπόν τι θέλει τώρα; Οικονομική ανάπτυξη ώστε να ανασάνει η οικονομία και να μειωθεί το πολιτικό κόστος που έχει από τα μέτρα λιτότητας. Πώς όμως θα πετύχει οικονομική ανάπτυξη χωρίς να αυξήσει το διαθέσιμο εισόδημα των δημοσίων υπαλλήλων για να καταναλώσουν (αφού του απαγορεύεται από τα μνημόνια); Ο μόνος τρόπος είναι να εμπεδώσει στις αγορές και στους εγχώριους επιχειρηματίες μια αντίληψη σταθερότητας ώστε να επενδύσουν στην Ελλάδα. Το ελληνικό διετές ομόλογο, για παράδειγμα, δίνει σήμερα απόδοση 11%! Πρόκειται για πρωτοφανή απόδοση αν ξεχάσει κανείς τον κίνδυνο πτώχευσης.

Αυτό λοιπόν που πρέπει να κάνει ο Τσίπρας είναι να πείσει τους πάντες ότι οι εποχές της σκληρής διαπραγμάτευσης, του Grexit και του αριστερού ριζοσπαστισμού τελείωσαν και δεν υπάρχει πλέον ο κίνδυνος της ανατροπής. Αν το κάνει, όλοι, Ελληνες και ξένοι, θα επενδύσουν εδώ διότι είναι μια οικονομία που αντέχει, είναι συμπιεσμένη και περιμένει να ανασάνει και ίσως να εκτιναχτεί. Για να το πετύχει αυτό πρέπει να προχωρήσει όσο πιο γρήγορα μπορεί και σε άλλες ιδιωτικοποιήσεις, να εφαρμόσει με αποφασιστικότητα τα μέτρα για τα κόκκινα δάνεια και να δημιουργήσει συνθήκες ανάπτυξης νέων εταιρειών. Η ανάπτυξη λοιπόν επί Τσίπρα εξαρτάται από τη δυνατότητά του να πείσει ότι αυτό το αριστεροδεξιό μόρφωμα των ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ γίνεται σταθερά ένα συντεταγμένο αστικό κόμμα ανεξαρτήτως πολιτικού χρωματισμού.

Τι θέλει ο Μητσοτάκης; Να διαδεχθεί τον Τσίπρα και να συνδέσει το όνομά του με μια περίοδο ανάπτυξης της χώρας και με μια νέα πολιτική περίοδο η οποία θα διαδεχθεί τη Μεταπολίτευση. Για να το κάνει αυτό, πρέπει να εκμεταλλευτεί όλο τον χρόνο που έχει στη διάθεσή του μέχρι τις εκλογές για να παρουσιάσει στην κοινωνία μια Νέα Δημοκρατία πραγματικά «νέα». Αυτό απαιτεί εκ βάθρων αλλαγές στο κόμμα, ανάδειξη νέων στελεχών, δυναμικών, με ξεκάθαρη σκέψη και όραμα, χωρίς σκιές και βαρίδια από το παρελθόν. Το να μας λέει ο Μητσοτάκης ότι ο Τσίπρας είναι ψεύτης δεν προσθέτει τίποτα. Το ξέρουμε. Το να λέει ότι θα μειώσει τους φόρους δεν αρκεί και είναι αμφίβολο ότι μπορεί να το κάνει σύντομα διότι δεσμεύεται από δημοσιονομικές συμφωνίες.

Το να λέει ότι θα ζητήσει από τους δανειστές τη μείωση του πρωτογενούς πλεονάσματος στο 2%, σωστό είναι, αλλά αβέβαιο διότι εξαρτάται από τη βούληση των ξένων και εξάλλου και ο Τσίπρας ζητάει το ίδιο. Το να προβλέπει, επίσης, ο Μητσοτάκης ότι με 4% ρυθμό ανάπτυξης σωζόμαστε και αυτό σωστό είναι, αλλά και ο Τσίπρας θέλει να πετύχει ακριβώς το ίδιο. Πέραν αυτών, δεν μπορεί η Ν.Δ. του Μητσοτάκη να συνεχίσει να λειτουργεί στηριζόμενη σε στελέχη των προηγούμενων κυβερνήσεών της, δεν μπορεί να κάθεται με ένα μπακαλίστικο μπλοκάκι αλά Σημίτης, ούτε να περιορίζει την πολιτική του σκέψη ο νέος πρόεδρός της σε αριθμούς και ποσοστά. Πρέπει να κάνει αυτό που έλεγε ο μισητός στους Νεοδημοκράτες Ανδρέας Παπανδρέου, τη «φυγή προς τα εμπρός». Ο Μητσοτάκης, αν θέλει να πετύχει, πρέπει να αλλάξει εκ βάθρων τα πρόσωπα και τις πολιτικές της Νέας Δημοκρατίας και να το κάνει άμεσα.