Μπορεί στη δημόσια συζήτηση εσχάτως να κυριαρχεί η άποψη πως «οι καλοί δείκτες της οικονομίας μας αφήνουν αδιάφορους γιατί δεν τρώγονται», εν τούτοις μια τέτοια ρηχήκαι ισοπεδωτική προσέγγιση, είναι πολύ επικίνδυνη.

Όντως η έννοια της ανάπτυξης από μόνη της μπορεί να μη σημαίνει τίποτα για τον μέσο πολίτη που πλήττεται από την ακρίβεια αλλά για να σκεφτούμε τι θα συνέβαινε αν αντί για ανάπτυξη είχαμε ύφεση της οικονομίας;

Μήπως έχουμε τόσο κοντή μνήμη και δεν θυμόμαστε τι περάσαμε στα 10 πέτρινα χρόνια της χρεοκοπίας; Ναι, η ανάπτυξη δεν είναι τρόφιμο που μπαίνει στο τραπέζι της νοικοκυριού αλλά χωρίς αυτήν θα αυξανόταν ξανά η ανεργία και όχι μόνο δεν θα βλέπαμε αυξήσεις στα εισοδήματά μας αλλά θα είχαμε και αυξήσεις φόρων αντί για μειώσεις για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες και οι υποχρεώσεις του κράτους μας. Μπορεί κάποιοι να πετροβολούν και να καταγγέλλουν την αυξημένη κερδοφορία των επιχειρήσεων στα τελευταία χρόνια αλλά αν δεν είχαν κέρδη δεν θα έκαναν επενδύσεις και επεκτάσεις ούτε θα άνοιγαν νέες θέσεις εργασίας αλλά και ούτε θα πλήρωναν φόρους όντας ζημιογόνες. Χώρια που για κάποιες θα ήταν ενδεχόμενο και το λουκέτο.

Φυσικά η ανάπτυξη δεν είναι πανάκεια για όλα τα προβλήματα που αντιμετωπίζει μια κοινωνία σε οικονομικό επίπεδο αλλά αν μη τι άλλο, είναι σαφώς πιο ευεργετική από την στασιμότητα ή πολύ χειρότερα με την ύφεση.

Η κυβέρνηση επαίρεται πως επί των ημερών της τα τελευταία χρόνια, πέτυχε ρυθμούς ανάπτυξης πολύ πάνω από τον μέσο όρο της ΕΕ κι αυτό της δίνει την ευχέρεια, μαζί βέβαια με την περιστολή της φοροδιαφυγής, να δίνει ενισχύει τα εισοδήματα των πολιτών, από τα υπερπλεονάσματα.

Προφανώς δεν είχε κάποιο μαγικό ραβδί για να πετύχει αυτά τα αποτελέσματα. Ο λαός την ανέδειξε με ισχυρά ποσοστά και επομένως έβαλε τον θεμέλιο λίθο που είναι η πολιτική σταθερότητα για να επιδιώξει όλα τα αλλά που είχε στο πρόγραμμα της.

Από εκεί και πέρα όμως σημαντική συμβολή στο rebrandingτης ελληνικής οικονομίας είχαν τα τεράστια κονδύλια που δόθηκαν από την ΕΕ την περίοδο της πανδημίας και στη συνέχεια το Ταμείο Ανάκαμψης και των ΕΣΠΑ με τα δεκάδες δισ. που έπεσαν στην αγορά και κινητοποίησαν τις επιχειρήσεις και την αγορά αλλά και την κατανάλωση των πολιτών.

Αυτά όμως, όπως όλα τα καλά, τελειώνουν στο τέλος του 2026 και τότε θα φανεί, αν όντως η οικονομία μας αντέχει να σταθεί μόνη στα πόδια της και μπορεί να συνεχίσει να αναπτύσσεται, να παράγει υπερπλεονάσματα και να μοιράζει κοινωνικό μέρισμα.

Θα φανεί δηλαδή αν οι επιχειρήσεις με τα κονδύλια και τις επενδύσεις που πραγματοποίησαν έγιναν παραγωγικότερες και ικανές να σταθούν στα ίσια στον διεθνή ανταγωνισμό. Θα φανεί αν πήραν το μήνυμα της ανάγκης εξωστρέφειας, αν εκσυγχρονίστηκαν και πέρασαν στην ψηφιακή εποχή με αξιώσεις, αν κατάφεραν να ρίξουν τα κόστη παραγωγής κι αν άλλαξε το παραγωγικό μοντέλο της ελληνικής οικονομίας.

Και βέβαια πρέπει να συνομολογηθεί και να συνεκτιμηθεί το ιδιαίτερα δυσμενές διεθνές περιβάλλον και οι δυσκολίες που αντιμετωπίζουν οι περισσότερες χώρες της ΕΕ και κυρίως αυτές που μέχρι πρότινος θεωρούνταν οι ατμομηχανές της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Γαλλία κ.λπ. Κι αυτό γιατί θα ήταν οξύμωρο αυτές οι μεγάλες οικονομίες της Ευρώπης να μπαίνουν σε προγράμματα περικοπών κι εμείς να συνεχίζουμε να καλπάζουμε σαν να μην τρέχει τίποτα.

Χώρια που μαζί με το κλείσιμο των κρουνών από το Ταμείο Ανάκαμψης θα υπάρχει και μια άλλη σύμπτωση, αυτή της λήξης της θητείας αυτής της κυβέρνησης και η διενέργεια εκλογών.

Εκλογών που το μόνο βέβαιο είναι, με βάση τα σημερινά δεδομένα, πως θα σηματοδοτήσουν και το τέλος της πολιτικής σταθερότητας και των μονοκομματικών κυβερνήσεων, όπως συμβαίνει και στις περισσότερες χώρες της ΕΕ με την έξαρση των ακραίων κομμάτων. Οπότε κάθε πρόβλεψη για το «μετά», είναι εξαιρετικά αδύνατη, επειδή απλά όλα αυτά που μάθαμε ως σταθερές και δεδομένα, απλά δεν θα υπάρχουν. Κι αυτό ας το ερμηνεύσει όπως θέλει ο καθένας.