H μετάβαση των μεγάλων ελληνικών επιχειρήσεων στο περιβάλλον της ψηφιακής οικονομίας είναι αναγκαία για την επιβίωση και την ανάπτυξή τους, αλλά πρέπει να συντελείται με έναν ομαλό και ορθολογικό τρόπο. Οι δυνατότητες των επιχειρήσεων από τον συνδυασμό των νέων τεχνολογιών είναι σχεδόν απεριόριστες. Οι μεγάλες επιχειρήσεις προσαρμόζονται πάντα πιο εύκολα στις επιταγές της ψηφιακής οικονομίας, αλλά και για τους μικρομεσαίους «τρέχουν» ειδικά χρηματοδοτικά προγράμματα ώστε να αξιοποιήσουν τις ευκαιρίες.

Ανοίγονται νέοι δρόμοι καθώς στις ψηφιακές τεχνολογίες βασίζεται η εξ αποστάσεως εργασία, οι ηλεκτρονικές συναλλαγές και άλλες εφαρμογές που ενισχύουν την ανταγωνιστικότητα. Θεωρητικά ο ψηφιακός μετασχηματισμός οδηγεί σε βελτίωση όλων σχεδόν των επιχειρηματικών διαδικασιών.

Ωστόσο, η προσαρμογή του ιδιωτικού τομέα στην ψηφιακή οικονομία αποκλείει μια σημαντική μερίδα του πληθυσμού, κυρίως τους μεγαλύτερους σε ηλικία που δεν είναι εξοικειωμένοι με τις διάφορες ηλεκτρονικές εφαρμογές και γενικότερα όσους δεν διαθέτουν ψηφιακές δεξιότητες. Ενώ η προσαρμογή του Δημοσίου στο ψηφιακό περιβάλλον έγινε με γνώμονα τη διευκόλυνση των πολιτών με απλοποιημένες διαδικασίες, στον ιδιωτικό τομέα η προσαρμογή επικεντρώνεται κυρίως στην περιστολή του κόστους. Μεταξύ άλλων, θέσεις εργασίας που αντικαταστάθηκαν από ρομπότ τα οποία με τη βοήθεια της τεχνητής νοημοσύνης. αλγόριθμων κ.λπ. ανέλαβαν να εξυπηρετούν τους καταναλωτές/πελάτες για βλάβες και κάθε είδους προβλήματα.

Σχεδόν όλες οι μεγάλες ελληνικές εταιρίες που συναλλάσσονται με πολυάριθμη πελατεία (τηλεπικοινωνίες, τράπεζες, λιανικές πωλήσεις κ.λπ.) υιοθέτησαν τέτοιες πρακτικές για την εξυπηρέτηση ορισμένων τουλάχιστον αναγκών του κοινού. Το αποτέλεσμα είναι για αρκετούς μια προβληματική ή και αδύνατη τελικά επικοινωνία με την εταιρία για το πρόβλημά τους. Όσοι δεν μπορούν να βγάλουν άκρη με τα ρομπότ που απαντούν στις κλήσεις τους, έχουν την αίσθηση ότι πέφτουν σε έναν τοίχο, καθώς συνήθως δεν υπάρχει εναλλακτικός τρόπος επικοινωνίας για το αίτημά τους. Αποκλείονται έτσι από την όποια διαδικασία, νιώθουν ανίσχυροι, δεν έχουν δυνατότητα να μεταφέρουν το πρόβλημά τους και λογικό είναι να δημιουργούνται αρνητικές εντυπώσεις για την εταιρία, στης οποίας τις υπηρεσίες κατέφυγαν.

Κανείς φυσικά δεν μπορεί να αρνηθεί την πρόοδο και την εξέλιξη των ψηφιακών τεχνολογιών. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι πρέπει να αποκλείεται ένα τμήμα του πληθυσμού που δεν μπορεί να προσαρμοστεί στο νέο περιβάλλον. Οι εταιρίες θα μπορούσαν παράλληλα με την αυτοματοποιημένη διαχείριση της πελατείας τους, να διατηρούν ένα τμήμα οργανωμένο κατάλληλα ώστε να υποδέχεται τα αιτήματα όσων αδυνατούν να επικοινωνήσουν με τα μηχανήματα. Άλλωστε οι εταιρίες πάντοτε όταν θέλουν να πουλήσουν κάποιο προϊόν ή υπηρεσία, επιλέγουν τη δια ζώσης επαφή με τον υποψήφιο πελάτη για να τον πείσουν. Αντίθετα, όταν ο πελάτης θελήσει να αναφέρει κάποιο πρόβλημα ή απορία, θα πρέπει να τα πει με ένα μηχάνημα για να εξυπηρετηθεί.