Οι κάλπες είναι άδειες; Ναι, είναι άδειες. Δεν θα τα χαλάσουμε. Συμφωνούν και όσοι ανέλαβαν να τις αποθηκεύσουν μέχρι τις επόμενες εκλογές. Γέμισαν όμως. Πρόσφατα. Πολύ πρόσφατα. Μόλις. Στις 21 Μαΐου. Δέκα μέρες πριν. Και άδειασαν. Καταγράφηκαν, οι ψήφοι των κομμάτων και οι «σταυροί» των βουλευτών τους.

Ποιος λοιπόν δεν έχει πλέον πλήρη «εικόνα» για τις τάσεις πανελλαδικά, για το κόμμα που κέρδισε, γι’ αυτό που έχασε, για το τρίτο που ανεβαίνει, για όλες τις ψήφους που μπήκαν στην κάλπη με τον πιο επίσημο τρόπο; Ναι, σε 24 μέρες από τώρα, θα ξαναγεμίσουν οι κάλπες και τότε θα καταγραφεί το τελικό σκορ- αλλά ποιος πιστεύει ότι τα κόμματα θα ξεπεράσουν τόσο σύντομα, θετικά ή αρνητικά τον ίδιο τον εαυτό τους;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στην πολιτική η κάθε επόμενη μέρα είναι μια διαφορετική μέρα. Υπό αυτήν την έννοια έχουν απόλυτο δίκιο, οι πολιτικοί αρχηγοί που αγωνιούν και που καλούν σε κάθε ευκαιρία-και θα είναι πολλές μέχρι τις 25 Ιουνίου- τους ψηφοφόρους να ασκήσουν εκ νέου το εκλογικό τους δικαίωμα. Έμπειρος κοινοβουλευτικός παράγοντας λέει ότι η ροή των πραγμάτων αλλάζει πολύ δύσκολα ανάμεσα σε δυο «κοντινές» εκλογικές αναμετρήσεις, διότι παραμένει εν πολλοίς ίδιο το διακύβευμα.

Η φετινή ιδιαιτερότητα ξεκινά από το ότι η πρώτη κάλπη στήθηκε με το σύστημα της απλής αναλογικής και η δεύτερη έρχεται με αυτό της ενισχυμένης, που κρατά το μπόνους της για το πρώτο κόμμα. Αυτό σημαίνει ότι η Νέα Δημοκρατία αν «κρατήσει» το ίδιο ποσοστό θα εξασφαλίσει αυτοδυναμία- και το πιθανότερο «άνετη», αν δεν μπουν και άλλο ή άλλα κόμματα στη Βουλή. Κέρδισε με πάνω από 20 μονάδες από τον ΣΥΡΙΖΑ- για «πολιτικό σεισμό» έκανε λόγο ο κ. Κυριάκος Μητσοτάκης περιγράφοντας τον εκλογικό θρίαμβο της ΝΔ, για οδυνηρή μεγάλη ήττα μίλησε ο κ. Αλέξης Τσίπρας, που σκέφτηκε, έστω για κάποιες ώρες, να παραιτηθεί από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ.

Στην Πειραιώς γνωρίζουν πολύ καλά, αφενός ότι δεν πρέπει να εφησυχάσουν και αφετέρου ότι με τον «αέρα» της πρόσφατης μεγάλης νίκης ενδέχεται, όχι απλώς να διατηρήσουν, αλλά και να αυξήσουν τις δυνάμεις τους. Όλα δείχνουν ότι κινούνται ήδη προς αυτόν τον στόχο-  με την ίδια μάλιστα πειθαρχία και προς την δεύτερη κάλπη. Να θυμίσουμε δε, ότι η Νέα Δημοκρατία, όχι μόνο δεν έχασε σε απόλυτο αριθμό τίποτα από τις ψήφους που πήρε το 2019, αλλά ανέβασε και το ποσοστό της την 21 Μάη, στο 40,79%. Να σημειώσουμε επίσης ότι το 2000, όταν ο Κώστας Σημίτης διεκδίκησε και κέρδισε μια δεύτερη κυβερνητική θητεία αύξησε το ποσοστό του ΠΑΣΟΚ κατά δύο περίπου μονάδες (από το 41% στο 43%), αλλά η ΝΔ δεν κατέρρευσε καταγράφοντας 20 μονάδες διαφορά από το νικητή των εκλογών.

Το ενδιαφέρον στοιχείο ωστόσο- στην πορεία προ τις επαναληπτικές κάλπες- είναι ότι η Νέα Δημοκρατία κινείται σαν να έχει μόλις πετύχει οριακή διαφορά από τον ΣΥΡΙΖΑ και φοβάται την «ανατροπή» από το πουθενά. Κάτι τέτοιο προφανώς δεν ισχύει και ίσως είναι «υπερβολική» η όλη αντίδραση, σε μια στιγμή που χρειάζεται τουλάχιστον κατανόηση της «απόλυτης» στήριξης που παρείχε το 40,79% στο κόμμα της. Και ίσως αυτά τα ίχνη «απληστίας», οδηγήσουν σε αντίθετο από το προσδοκώμενο για τη ΝΔ αποτέλεσμα, σε μια οριακή «διόρθωση» της πρόσφατης ψήφου προς αυτήν.

Σε κάθε περίπτωση, ο χρόνος που απομένει μέχρι τις κάλπες μπορεί, αν το θελήσει το σύνολο των πολιτικών αρχηγών, να αξιοποιηθεί για τη συζήτηση που δεν έγινε στην πρώτη φάση: ώστε να μάθουν οι πολίτες όχι τι θα συμβεί στο απίθανο σενάριο της ακυβερνησίας, αλλά πως η επόμενη κυβέρνηση σχεδιάζει να λύσει προβλήματα, πως και με ποιους θα το προσπαθήσει και ποιες είναι οι μεγάλες ευρωπαϊκές και διεθνείς προκλήσεις που οφείλει να συναντήσει με σαφές και στιβαρό εθνικό σχέδιο. Μιας και άνοιξε- όπως άνοιξε, η συζήτηση στη βάση των προγραμματικών προτάσεων των κομμάτων, είναι ευκαιρία η πρώτη καταρχάς εκλογική δύναμη να περιγράψει πλήρως το πλάνο και τις προτεραιότητές της. Όσοι βλέπουν μπροστά τους, «ώριμους» ψηφοφόρους, δεν έχουν τίποτα να φοβηθούν…

Η Κουμουνδούρου έχει κάθε λόγο (όπως βέβαια όλα τα κόμματα) να υπενθυμίζει ότι η αποχή από την κάλπη δεν είναι λύση, αλλά κουβαλά και ένα βαρύ φορτίο: πρέπει, όσο προλαβαίνει, να εξηγήσει τα …ανεξήγητα της πρώτης προεκλογικής εκστρατείας. Οι ψηφοφόροι της μάλλον θα ήθελαν να μάθουν με πειστικότερο και πιο συντεταγμένο αυτή τη φορά λόγο από την ηγεσία και τα στελέχη της,  γιατί τους καλούν να τους ξαναψηφίσουν. Μετά από μια πρωτοφανή ήττα, είναι πολύ δύσκολο το «στοίχημα» της δυναμικής επανεκκίνησης και δυσκολότερο (αν όχι ανέφικτο) της αποτύπωσης μιας θεαματικής βελτίωσης των επιδόσεών τους.

Το ΠΑΣΟΚ μπήκε δυναμικά στον δεύτερο γύρο, φιλοδοξώντας να κάνει το επόμενο βήμα και να κερδίσει σταδιακά το ρόλο της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Τις τελευταίες μέρες όμως κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε μια περιδίνηση, που όφειλε να είχε αποφύγει. Στελέχη της πρώτης γραμμής, υποψήφιοι και εκλεγμένοι βουλευτές κάνουν από «λεκτικά λάθη» έως και γκάφες, θολώνουν το μήνυμα με τις προγραμματικές τους δηλώσεις και «απειλούν» ευθέως την προοπτική που η Χαριλάου Τρικούπη υπό το Νίκο Ανδρουλάκη είδε να καταγράφει στις πρόσφατες κάλπες. Ένα κόμμα που ξεκινά και βασίζει την εκστρατεία του στο «επαρκές», στο «προοδευτικό», στο πολυσέλιδο, αναλυτικό και «κοστολογημένο» πρόγραμμά του, οφείλει να μην το αποσύρει από την ιστοσελίδα του εν πλω. Οφείλει να μην δίνει «πάσες» στους αντιπάλους του. Όλα τα άλλα, είναι ψιλά γράμματα…