Η υπόθεση του ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι μια απλή κρατική δυσλειτουργία. Είναι η απόδειξη πως στην Ελλάδα η διαφθορά δεν είναι απόστημα που εμφανίζεται σε στιγμές αδυναμίας, αλλά βαθιά ριζωμένο σύστημα – με κανόνες, μεθοδολογία και «εσωτερική δικαιοσύνη». Οι διαστάσεις που λαμβάνει η υπόθεση, με οργανωμένη παραπλάνηση, ψευδή στοιχεία και διασπάθιση δημοσίου χρήματος, δεν μας προκαλούν πια έκπληξη. Μας προκαλούν μια άβολη αίσθηση οικειότητας.

Το έχουμε ξαναδεί. Και το πιθανότερο είναι ότι θα το ξαναδούμε.

Γιατί όμως εδώ; Γιατί σε μια ευρωπαϊκή χώρα του 2025 να ανθίζει τόσο απροκάλυπτα η διαφθορά, τη στιγμή που σε άλλες χώρες της ΕΕ τέτοια φαινόμενα ή δεν υπάρχουν ή εμφανίζονται σποραδικά και εξαλείφονται γρήγορα; Η απάντηση βρίσκεται στο μείγμα θεσμικής ανοχής, πολιτικής υποκρισίας και κοινωνικής συνέργειας.

Η Ελλάδα είναι από τις λίγες δημοκρατίες στον δυτικό κόσμο όπου το κράτος παραμένει λάφυρο. Η δημόσια διοίκηση χρησιμοποιείται όχι μόνο για εξυπηρέτηση συμφερόντων, αλλά και για συγκάλυψη αυτών. Η έννοια του ελέγχου είναι υποτυπώδης ή, όταν υπάρχει, καταλήγει να μετατραπεί σε εργαλείο απειλής και εκβιασμού αντί για διαφάνεια. Οι μηχανισμοί εποπτείας είτε δεν λειτουργούν είτε, όπως δείχνει και η περίπτωση του ΟΠΕΚΕΠΕ, λειτουργούν μέχρι να καταρρεύσουν υπό το βάρος της ίδιας της διαφθοράς που καλούνται να ελέγξουν.

Στην Ελλάδα, είναι εύκολο να δημιουργηθεί ένα κύκλωμα διαφθοράς γιατί η τιμωρία είναι αργή, ελαστική ή ανύπαρκτη. Το κίνητρο είναι μεγάλο, το ρίσκο χαμηλό και οι συνένοχοι πολλοί. Μπορεί να παραλληλιστεί με τις συνθήκες που επικρατούν σε χώρες όπως η Κολομβία, όχι όσον αφορά τη βία, αλλά την οικονομία του «μοιράσματος». Όταν τα χρήματα μοιράζονται προς τα κάτω – στον υπάλληλο, στον ελεγκτή, στον μεσάζοντα – το κύκλωμα αποκτά αντοχή και αδιαφάνεια. Και όταν η κοινωνία πάσχει από θεσμική ανοχή και πολιτική συγκατάβαση, τότε η διαφθορά παύει να είναι το ατύχημα: είναι ο κανόνας.

Σε αυτό το περιβάλλον, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει μπροστά της έναν στόχο που υπερβαίνει τις κλασικές μεταρρυθμίσεις. Αν καταφέρει – κι αυτό είναι ένα τεράστιο «αν» – να αποδομήσει τα δίκτυα διαφθοράς που ρίζωσαν βαθιά μέσα στο κράτος, δεν θα έχει απλώς επιτύχει μια διοικητική εξυγίανση. Θα έχει πετύχει το μεγαλύτερο επίτευγμα που έχει να επιδείξει ελληνική κυβέρνηση μεταπολιτευτικά: τη νίκη απέναντι στον πιο αόρατο και ύπουλο εχθρό του δημοσίου συμφέροντος.

Για να συμβεί όμως αυτό, απαιτείται κάτι παραπάνω από εξαγγελίες και ατάκες τύπου «αποτύχαμε». Χρειάζεται πλήρης πολιτική βούληση, ανεξάρτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, διαρκής λογοδοσία και – κυρίως – ρήξη με το πολιτικό κόστος. Όσο η τιμωρία αποφεύγεται και η σιωπή ανταμείβεται, καμία κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να αλλάξει το αφήγημα. Το ζητούμενο είναι να πάψει να είναι ο κανόνας η λαμογιά και να γίνει εξαίρεση η διαφάνεια.

Θα μπορέσει να γίνει αυτό κάποια στιγμή ή μια ζωή θα μας χρειάζεται μια Ευρωπαία εισαγγελέας;