Το ΚΕΠΕ ιδρύθηκε πριν από 60 χρόνια, το 1959, με απόφαση του Κωνσταντίνου Καραμανλή και εισήγηση του Ξενοφώντα Ζολώτα.

Πρώτος πρόεδρός του ήταν ο Ανδρέας Παπανδρέου που ήρθε ειδικά για τον σκοπό αυτό από το Πανεπιστήμιο Μπέρκλεϊ των ΗΠΑ. Στη στέγη του ΚΕΠΕ έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς διάφορες εξέχουσες προσωπικότητες, μεταξύ των οποίων οι νομπελίστες Μίλτον Φίντμαν, Κένεθ Αροου, Γιαν Τίνμπεργκεν και Τέοντορ Σουλτς. Μία από τις τακτικές εκδόσεις του ΚΕΠΕ είναι το τετραμηνιαίο περιοδικό με τίτλο «Οικονομικές Εξελίξεις», το οποίο εξετάζει διάφορες πτυχές της οικονομικής πραγματικότητας.

Οι επιπτώσεις του Brexit στην ελληνική οικονομία ήταν ένα κεντρικό θέμα το οποίο αναλύθηκε από την ερευνήτρια του Κέντρου, Ερση Αθανασίου. Ορισμένες από τις βασικότερες πιθανές επιπτώσεις του Brexit στην ευρωπαϊκή οικονομία σχετίζονται με το μέλλον του εμπορίου αγαθών μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου (Η.Β.) και της Ευρωπαϊκής Ενωσης (Ε.Ε.). Το Η.Β. παρουσιάζει ιδιαίτερα υψηλό βαθμό εξάρτησης από το εμπόριο με την Ε.Ε., ενώ παράλληλα οι χώρες-μέλη της Ε.Ε. διατηρούν, ως επί το πλείστον, υπολογίσιμες εμπορικές σχέσεις με το Η.Β., με την έκταση του εμπορίου αγαθών και τα προϊόντα που κυριαρχούν στις εμπορικές συναλλαγές με το Η.Β. να διαφέρουν από χώρα σε χώρα.

Στην περίπτωση της Ελλάδας, τα μερίδια του Η.Β. στις συνολικές εξαγωγές και εισαγωγές αγαθών δεν είναι ιδιαίτερα υψηλά, και συνεπώς συγκρίσιμα με άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες, και επομένως η χώρα φαίνεται να είναι λιγότερο ευάλωτη στις επιπτώσεις του Brexit για το εμπόριο αγαθών. Ωστόσο, η Ελλάδα διατηρεί σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα προς το Η.Β. σε αρκετούς επιμέρους κλάδους και προϊόντα, στην περίπτωση των οποίων οι συνέπειες του Brexit μπορεί να είναι υπολογίσιμες.

Στο άρθρο καταγράφονται τα βασικά μεγέθη του εμπορίου αγαθών μεταξύ Ελλάδας και Η.Β. με ανάλυση σε επίπεδο κλάδων και προϊόντων. Επιπλέον, διερευνώνται τα κυριότερα κανάλια μέσα από τα οποία το Brexit ενδέχεται να επηρεάσει το εμπόριο αγαθών Ελλάδας – Η.Β. σε συνάρτηση με τα εναλλακτικά σενάρια αναφορικά με την εμπορική σχέση Ε.Ε. – Η.Β. μετά το Brexit.

Σύμφωνα με την ανάλυση, η Ελλάδα διαθέτει σημαντικό ύψος εξαγωγών προς το Η.Β. σε κλάδους που ανήκουν κυρίως στον αγροδιατροφικό τομέα (φέτα, ελιές, μείγματα και ζυμάρια αρτοποιίας/ζαχαροπλαστικής, σταφύλια, σταφίδες, ροδάκινα κονσέρβα, γιαούρτι κ.ά.) και στους τομείς των καυσίμων, των φαρμακευτικών προϊόντων και καλλυντικών, των μεταλλικών προϊόντων και των μηχανημάτων και συσκευών.

Για ορισμένους από αυτούς τους κλάδους -κυρίως στον αγροδιατροφικό τομέα- το ακραίο σενάριο ενός άτακτου Brexit εκτιμάται ότι θα επιφέρει σημαντικό κόστος από την επιβολή δασμών στο εμπόριο με το Η.Β. Επιπλέον, για τους περισσότερους από αυτούς τους κλάδους το Brexit ενδέχεται να εισαγάγει μη δασμολογικά εμπόδια, τα οποία συνδέονται τόσο με τους αναγκαίους τελωνειακούς ελέγχους για την εξακρίβωση της προέλευσης των προϊόντων όσο και με την πιθανή ανάγκη προσαρμογής των επιχειρήσεων σε τροποποιήσεις κανονισμών και προτύπων (όπως υγειονομικά, φυτοϋγειονομικά και κτηνιατρικά πρότυπα). Ειδικά στην περίπτωση των τροφίμων και ποτών προστατευόμενης ονομασίας προέλευσης ή γεωγραφικής ένδειξης, όπως η φέτα, οι δυνητικές επιπτώσεις του Brexit για τις ελληνικές εξαγωγές συναρτώνται και με το κατά πόσο τα προϊόντα αυτά θα συνεχίσουν να απολαμβάνουν προστασίας στην αγορά του Η.Β. μετά το Brexit.

Τα συμπεράσματα της ανάλυσης καθιστούν σαφή την ανάγκη περιορισμού των συνεπειών του Brexit για το εμπόριο αγαθών μέσα από την ετοιμότητα και το πνεύμα συνεργασίας που επιβάλλεται να επιδείξουν τα δύο κύρια μέρη της διαπραγμάτευσης -E.E. και Η.Β.-, αλλά και κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε. ξεχωριστά.

*Καθηγητής, πρόεδρος του Δ.Σ. και επιστημονικός διευθυντής του ΚΕΠΕ