Η χθεσινή συνεδρίαση στην Ολομέλεια της βουλής, παρότι είχε συγκεκριμένη  θεματολογία – την οικονομία και το μεταναστευτικό λόγω της πρωτοφανούς ενέργειας από την Ανατολική Λιβύη-  λειτούργησε αναμφίβολα ως μία πρώτη πρόβα της πολιτικής αντιπαράθεσης που ενδεχομένως θα ξαναζήσουμε στις προσεχείς εκλογές, όποτε αυτές κι αν γίνουν. Το 2027 ή και νωρίτερα.

Ο πρωθυπουργός από το βήμα της Ολομέλειας άνοιξε πυρ εναντίον των βασικών αντιπάλων του από την αντιπολίτευση, δοκίμασε τη ρητορική με την οποία θέλει να προσεγγίσει σταδιακά ευρύτερα εκλογικά κοινά, επανέφερε εικόνες από το παρελθόν που τον «συνόδευσαν» σε δύο μεγάλες εκλογικές νίκες (το 2019 και το 2023) και επιχείρησε – έξι χρόνια μετά από την πρώτη μέρα στο Μέγαρο Μαξίμου- να επικαιροποιήσει την στρατηγική του, «επαναφέροντας» στο κάδρο της αντιπαράθεσης τον Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώην πρωθυπουργός και αρχηγός του ΣΥΡΙΖΑ (και βέβαια βουλευτής σήμερα της Κουμουνδούρου) δεν βρισκόταν στην αίθουσα, αλλά για …χάρη των δέκα χρόνων από το δημοψήφισμα είχε φροντίσει λίγα 24ωρα πριν, για την … επανεμφάνισή του. Το κόμμα του δεν περνάει και τις καλύτερες μέρες. Αντιμετωπίζει «υπαρξιακό» ζήτημα και θα βουλιάξει σ’ αυτό αν συνεχίσει να κινείται σε ισχνά μονοψήφια ποσοστά στις δημοσκοπήσεις, δείχνοντας ότι το εγκαταλείπουν σταδιακά οι δυνάμεις του μετά από τις απανωτές  διασπάσεις. Η στρατηγική ήττα (από το 2019 μέχρι το 2023) συνέβη πριν από τον «παραμερισμό» του πρώην αρχηγού του ΣΥΡΙΖΑ κι όσα συνέβησαν στη συνέχεια στην Κουμουνδούρου φαίνεται ότι δεν πρόκειται να την απεγκλωβίσουν εύκολα από τα σενάρια της περαιτέρω συρρίκνωσης.

Ο κ. Τσίπρας δεν έχει ακόμη ανοίξει τα χαρτιά του, αλλά ήδη έχουν πολλοί προβλέψει – και όχι άδικα- ότι κάνει ό,τι μπορεί για να επιστρέψει, έχοντας σβήσει όλα όσα δυσκολεύουν την επάνοδό του στην κεντρική πολιτική σκηνή. Όταν «παραμέρισε» ήταν, με ποσοστά απόλυτου κυρίαρχου, πρωθυπουργός ο Κυριάκος Μητσοτάκης και το ΠΑΣΟΚ τρίτο κόμμα. Σήμερα η ΝΔ  διατηρεί μεγάλο προβάδισμα από το δεύτερο κόμμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης επίσης επικρατεί με μεγάλη άνεση στην καταλληλότητα για πρωθυπουργός, όχι όμως χωρίς απώλειες. Το ΠΑΣΟΚ υπό το Νίκο Ανδρουλάκη σήμερα είναι αξιωματική αντιπολίτευση (λόγω των διασπάσεων του ΣΥΡΙΖΑ και παλεύει να εξασφαλίσει τη δεύτερη θέση στο ντέρμπι με την Πλεύση Ελευθερίας, που είδε να «απογειώνεται» στα γκάλοπ από τα ογκώδη συλλαλητήρια για τα Τέμπη. Είδε φως και προσπαθεί να μπει στη σκηνή ο κ. Τσίπρας; Κι αν ναι, πως αλλάζουν τα δεδομένα και ποια κόμματα θα συσπειρώσουν στην τελική; «Ούτε τον θέλουμε, ούτε τον φοβόμαστε», ήταν η απάντηση που έδωσε προχθές σε σχετικό ερώτημα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος, κάνοντας λόγο για τις καταστροφικές για τη χώρα επιλογές του κ. Τσίπρα.

Ένα σενάριο που ακούγεται έντονα στα πολιτικά «πηγαδάκια» είναι ότι ο κ. Τσίπρας ψάχνει τη φόρμουλα της επιστροφής, ακόμη και πολύ σύντομα πλέον. Αρκετοί, που μπορεί να είναι από τους πρώτους που θα τον ακολουθήσουν, εκτιμούν ότι μπορεί να ανακοινώσει κόμμα γύρω από τη ΔΕΘ, ότι δεν θα περιμένει να το πράξει κοντά στις εκλογές κι ότι από το υπάρχον πολιτικό προσωπικό θα ζητήσει να τον ακολουθήσουν ελάχιστα πρόσωπα. Ποιο θα είναι το «άλλοθι» της επιστροφής του; Ότι ο τόπος χρειάζεται προοδευτική ισχυρή αντιπολίτευση που οι άλλοι μέχρι τώρα δεν μπορούν να προσφέρουν. Ποιος θα είναι ο εκλογικός του πήχης; Η δεύτερη θέση φυσικά- ακόμη και αν υποστηρίξει ότι διεκδικεί την πρώτη (όπως δηλώνει ο κ. Ανδρουλάκης) τα ποσοστά που καταγράφονται στα γκάλοπ δεν αφήνουν περιθώρια παρερμηνείας.

Στόχος του κ Τσίπρα είναι αναμφίβολα να «αναβαπτιστεί», να εμφανιστεί ως ο μεγάλος παίκτης της κεντροαριστεράς κι αν όλα του πάνε σχετικά καλά να κάνει δυνατό παιχνίδι μεταξύ του πρώτου και του δεύτερου γύρου των εθνικών εκλογών. Είναι άγνωστο αν μέσα σε αυτό το πλάνο/σενάριο ο κ. Τσίπρας θα αρχίσει να προσπαθεί να ροκανίζει τους ανταγωνιστές του προ των εκλογών ή κατά τη προκήρυξη της πιθανής δεύτερης κάλπης. Είναι γνωστό ωστόσο, από την προεκλογική περίοδο του 2023 ότι προχωρά ροκανίζοντας και στέλνοντας ταυτόχρονα στους ανταγωνιστές του προσκλητήρια για κοινά ψηφοδέλτια, γιατί όχι και για ενιαίο φορέα και τα συναφή. Και οι άλλοι τι θα πουν;

Καταρχάς ΣΥΡΙΖΑ και Νέα Αριστερά (ειδικά το κόμμα του κ. Χαρίτση) δύσκολα θα επιβιώσουν, ειδικά σε μια διπλή εκλογική αναμέτρηση. Μπορεί, όπως εκτιμούν αρκετοί, να απορροφηθούν από το κόμμα Τσίπρα και όχι απαραίτητα με τους καλύτερους όρους, είτε να μείνουν εκτός βουλής. Η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι η μόνη που ούτε θέλει, ούτε έχει άμεση ανάγκη να «συνθηκολογήσει». Η σημαντική άνοδος των δημοσκοπικών ποσοστών της Πλεύσης Ελευθερίας της επιτρέπει να ποντάρει σε πολύ πιο ισχυρά εκλογικά ποσοστά στις προσεχείς κάλπες (σε σχέση με του 2023 και των ευρωεκλογών). Έχει αποκτήσει «δικά» της κοινά και δεν φαίνεται να την απειλεί η επανεμφάνιση του αρχηγού του δημοψηφίσματος, η στρατηγική του για την «απορρόφηση» δυνάμεων από το χώρο της αντιπολίτευσης.

Η στρατηγική απορρόφησης δυνάμεων δια της κυριαρχίας στον ευρύτερο χώρο της κεντροαριστεράς ήταν και η λογική που ακολουθούσε μέχρι τώρα η Χαριλάου Τρικούπη. Χωρίς ιδιαίτερη επιτυχία. Τώρα – αν τελικώς ο κ. Τσίπρας κάνει το βήμα- αποκτά και ανταγωνιστή. Ποιος θα «επιβιώσει»; Το ποιος θα επιβιώσει θα φανεί από τις πρώτες κάλπες. Μόνο αν το ΠΑΣΟΚ είναι καθαρά δεύτερο κόμμα θα μπορεί να ελπίζει σε μια ηγεμονία του κεντροαριστερού χώρου. Αν ο Τσίπρας προσεγγίσει τη δεύτερη θέση, τότε το ΠΑΣΟΚ υπό το Νίκο Ανδρουλάκη θα αρχίσει να αποκτά προβλήματα συνοχής και στην στρατηγική του. Πολύ απλά, αν ο κ. Τσίπρας αποφασίσει να κατέβει ως αρχηγός νέου κόμματος θα ανακατέψει (τουλάχιστον) την τράπουλα, ασχέτως από τα ποσοστά που θα «γράψει» σε πρώτη φάση. Σε κάθε περίπτωση, το σκληρό ροκ προς τον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του είναι μονόδρομος, τόσο για το ΠΑΣΟΚ όσο και για τα σχέδια Τσίπρα. Η Νέα Δημοκρατία απέναντι σε αυτές τις εξελίξεις είναι προφανές ότι θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει και την παρουσία Τσίπρα ως συγκολλητική ουσία των κεντρώων αλλά και των δεξιών που έχουν απομακρυνθεί από το κόμμα. Αλλά δεν αρκεί. Μόνο αν μετά τα «συγνώμη» και το «αποτύχαμε» επιχειρήσει να επιστρέψει στο προφίλ με το χειροπιαστό έργο και τα λιγότερα φάουλ της πρώτης διακυβέρνησης θα καταφέρει να επαναπροσεγγίσει τα προνομιακά της ακροατήρια. Το σίγουρο είναι ότι τόσο η ΝΔ όσο και οι βασικοί της αντίπαλοι στις εκλογές έχουν δύσκολο έργο μπροστά τους.