Ο πρόεδρος των Γερμανών εργοδοτών, παρουσιάζοντας με τα μελανότερα χρώματα την κρίση που βιώνει και θα βιώσει εντονότερα τον ερχόμενο χειμώνα η χώρα του, είπε μεταξύ άλλων πως το «πρώτο που θα χάσουμε είναι η ευημερία που ζήσαμε για πολλά χρόνια…».

Οι Γερμανοί λοιπόν που έζησαν δεκαετίες ευημερίας θα τη χάσουν, προσωρινά όπως ελπίζουν, και ενδεχομένως και αρκετές άλλες χώρες της Ευρώπης που ευημερούσαν για πολλά χρόνια. Τι γίνεται όμως στις χώρες – όπως καλή ώρα η Ελλάδα- που οι πολίτες της έχουν ξεχάσει πότε ευημερούσαν έστω για μικρό διάστημα; Όταν εδώ και 12 χρόνια βιώνουμε τη μια κρίση μετά την άλλη, το ένα μνημόνιο μετά το άλλο που εξαΰλωσαν όχι μόνο τα διαθέσιμα εισοδήματα αλλά και τις τελευταίες αποταμιεύσεις, τουλάχιστον για τη συντριπτική πλειονότητα των πολιτών, πώς θα αντιμετωπίσουμε τον επόμενο χειμώνα που όλα τα στοιχεία μαρτυρούν πως θα είναι πολύ-πολύ επώδυνος;

Γιατί για εμάς δεν τίθεται το ενδεχόμενο να χάσουμε την ευημερία μας, αλλά να πετύχουμε απλά την… επιβίωσή μας!

Όσο καλές προθέσεις κι αν έχει η κυβέρνηση να στηρίξει τους πολίτες και σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία της τρελής και πέραν κάθε λογικής , ενεργειακή ακρίβεια, άλλο τόσο πρέπει να βλέπουμε και τα δημόσια οικονομικά που σε καμιά περίπτωση δεν μοιάζουν με αυτά της Γερμανίας και των άλλων χωρών της Ευρώπης.

Κι εδώ είναι και το μεγάλο πρόβλημα, που έχει η χώρα και αφορά στην έλλειψη κοινής αντίληψης -τουλάχιστον από τα τρία μεγαλύτερα κόμματα- εις ό,τι αφορά την πηγή του προβλήματος που είναι εξωγενής και αποφυγής πλειοδοσίας παροχών που θα τινάξουν στον αέρα την αδήριτη ανάγκη δημοσιονομικής σταθερότητας.

Διότι ναι, υπάρχει η βούληση να στηριχθεί η κοινωνία ακόμα και με το τελευταίο ευρώ που θα προκύπτει από το δημοσιονομικό περιθώριο, αλλά αν επικρατήσει η λογική των αλόγιστων παροχών και υπάρξει δημοσιονομικός εκτροχιασμός, τότε ελλοχεύει ο κίνδυνος εκτόξευσης έτι περαιτέρω του χρέους, κι είναι μαθηματικά βέβαιο πως θα μας φέρει ξανά τις περιπέτειες να κλείσουν οι αγορές με ό,τι αυτό συνεπάγεται και το ‘χουμε νιώσει στο πετσί μας τα προηγούμενα πολλά χρόνια.

Είναι βέβαιο πως τα προγράμματα άμβλυνσης των επιπτώσεων από το ακριβό φυσικό αέριο, το ρεύμα και το πετρέλαιο θα συνεχιστούν και στους επόμενους μήνες, αλλά εξίσου βέβαιο είναι πως η όποια βοήθεια δεν μπορεί να καλύψει παρά ένα μικρό μέρος της απώλειας της αγοραστικής δύναμης. Αρκεί να σκεφτούμε πως τον επόμενο χειμώνα οι πρώτες προβλέψεις για το πετρέλαιο θέρμανσης, με βάση τις σημερινές τιμές αργού και της ισοτιμίας ευρώ – δολαρίου, που είναι πλέον κάτω ακόμα και από το 1 προς 1, κάνουν λόγο για συν 65% από την περυσινή τιμή που ήταν 1,20-1,30 το λίτρο!

Μπορεί, λοιπόν, να δεχθούμε τους ισχυρισμούς της κυβέρνησης ότι δεν θα ξεμείνουμε από ρεύμα και φυσικό αέριο τον φετινό χειμώνα, όπως κινδυνεύουν με δελτίο άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όμως οι τιμές με τις οποίες θα κληθούμε να πληρώνουμε είναι εφιαλτικές. Ήδη οι ελληνικές επιχειρήσεις με βάση την τελευταία έκθεση της Κομισιόν πληρώνουν το ακριβότερο ρεύμα στην Ευρώπη με τα νοικοκυριά να έρχονται στην τρίτη θέση. Και απ’ ό,τι διαπιστώνεται εν τοις πράγμασι, το περίφημο power pass που ανέμεναν με αγωνία 2 περίπου εκατομμύρια νοικοκυριά, για τους περισσότερους, αυτή η βοήθεια είναι πολύ κάτω των προσδοκιών που είχε δημιουργήσει η ανακοίνωση του μέτρου, με την πλειονότητα των αιτούντων να εισπράττουν τελικά μερικές δεκάδες ευρώ, ποσά που είναι υποπολλαπλάσια της ρήτρας αναπροσαρμογής που πλήρωσαν τους προηγούμενους μήνες.

Τούτων δοθέντων και επειδή έχουμε ξεχάσει προ πολλού την «ευημερία», ας ελπίσουμε τουλάχιστον να μην είναι πολύ χειρότερα από πέρυσι, που δεν ήταν δα και η ιδανική χρονιά από άποψη ακρίβειας!