Το πλήθος των πυροσβεστικών παρεμβάσεων της κυβέρνησης για να διορθώσει κακώς κείμενες εκκρεμότητες δεκαετιών λίγο πριν από τις εκλογές έχει μεν θετικό αποτέλεσμα για τους πολίτες, από την άλλη μεριά όμως αποδεικνύει πόσα πολλά έπρεπε να είχαν γίνει και δεν έγιναν. Επιγραμματικά αναφέρω τις παραγραφές των κλήσεων της Τροχαίας και της Δημοτικής Αστυνομίας, τις παραγραφές και τις ρυθμίσεις των ασφαλιστικών εισφορών, τις ρυθμίσεις συσσωρευμένων οφειλών, τα κόκκινα δάνεια, το «μορφωτικό επίπεδο» των καλλιτεχνών.

Από τις πυροσβεστικές προεκλογικές παρεμβάσεις αποδεικνύεται ότι το καθεστώς που διέπει όλα αυτά είναι λάθος. Αν ήταν σωστό, δηλαδή δίκαιο και λειτουργικό, δεν θα χρειάζονταν τώρα όλες αυτές οι παρεμβάσεις.

Και αυτά που ανέφερα παραπάνω είναι μόνο η πολύ μικρή κορυφή ενός τεράστιου παγόβουνου πάνω στο οποίο έχει προσαράξει η χώρα επί δεκαετίες. Ενα παγόβουνο που έχει δημιουργηθεί και συντηρείται ευλαβικά από τη δημόσια διοίκηση και την ανικανότητα των κυβερνήσεων. Με λίγα λόγια, από την τεράστια γραφειοκρατία που είναι το μείζον πρόβλημα της χώρας. Ενας λαβύρινθος νόμων, υπουργικών αποφάσεων, διαδικασιών που είναι φτιαγμένος εντελώς επίτηδες -δηλαδή όχι κατά λάθος- για να εγκλωβίζει τους πολίτες και να τους κρατάει ομήρους του ελληνικού κράτους.

Ζώντας μέσα σε αυτό τον λαβύρινθο, υφιστάμενοι όλο αυτό το βάρος, αντιμετωπίζοντας διαρκώς τεράστιες δυσκολίες στην καθημερινότητά τους, οι πολίτες έχουν δυστυχώς αποδεχθεί ως φυσιολογική αυτή την πραγματικότητα.

Δεν αντιδρούν και δεν διαμαρτύρονται, αποδέχονται τη μοίρα τους και προσπαθούν να επιβιώσουν περνώντας όσο μπορούν «κάτω από το ραντάρ».

Ολοι ανεξαιρέτως λένε ότι η Ελλάδα είναι μεν το ωραιότερο μέρος του κόσμου, αλλά δεν είναι για να κάνεις δουλειές, διότι αν μπλέξεις με το Ελληνικό Δημόσιο, δεν ξεμπλέκεις. Η συντριπτική πλειονότητα δεν εμπιστεύεται τους θεσμούς, το κράτος, τις κυβερνήσεις, τη Δικαιοσύνη και προσπαθούν να «τη βγάλουν λάθρα», δηλαδή να ξεφύγουν όπου μπορούν από οποιαδήποτε συναλλαγή με το Δημόσιο είτε αυτή αφορά την Εφορία, είτε την Πολεοδομία, είτε τους δήμους.

Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που δεν γίνονται στην Ελλάδα επενδύσεις -τουλάχιστον από τους Ελληνες- εκτός από καφέ, σουβλατζίδικα και νυχάδικα. Είναι επίσης ένας από τους λόγους που πάρα πολλοί Ελληνες προτιμούν να είναι είτε άνεργοι, είτε ελεύθεροι επαγγελματίες για να διατηρήσουν κάποιο βαθμό ανεξαρτησίας και μια ελευθερία την οποία, ούτως ή άλλως, ως λαός αγαπάμε πολύ. Δεν είναι όμως μια «αρρώστια» στο DNA μας αυτή η αδιαφορία για τους κανόνες, είναι η αντίδραση σε ένα σύστημα κανόνων άδικο, χαοτικό και ακατανόητο. Δεν είναι τυχαίο ότι οι Ελληνες διαπρέπουν στο εξωτερικό. Εχοντας εκπαιδευτεί σε αυτό το χαοτικό περιβάλλον, όταν φεύγουν και βρίσκονται σε μια «κανονική» χώρα, σε μια χώρα όπου οι κανόνες είναι απλοί, δίκαιοι και ισχύουν για όλους, τους φαίνεται πολύ εύκολο να λειτουργήσουν και γι’ αυτό διαπρέπουν.

Η κακή πλευρά της υπόθεσης όμως είναι η αποδοχή αυτής της πραγματικότητας, η ανοχή που δείχνουν όλοι στα κακώς κείμενα. Το «όλοι» περιλαμβάνει, εκτός από τους πολίτες, όλους τους υποτιθέμενα ανεξάρτητους θεσμούς που θεωρητικά προστατεύουν τους πολίτες και διασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων.

Προχθές ανακοινώθηκαν από την Ενωση Εργαζόμενων Καταναλωτών της ΓΣΕΕ τα στοιχεία για τις περιπτώσεις που προσφεύγουν σε αυτήν οι πολίτες. Οι περισσότερες προσφυγές αφορούν τις τράπεζες, τις εταιρείες τηλεπικοινωνιών, τις ασφαλιστικές εταιρείες. Τρεις τομείς που περιλαμβάνουν τις μεγαλύτερες και ισχυρότερες εταιρείες της χώρας. Οι καταγγελίες αφορούσαν στη συντριπτική τους πλειονότητα παράτυπες χρεώσεις, αθέμιτες εμπορικές πρακτικές και καταχρηστικούς όρους. Το πιο ενδιαφέρον δε είναι ότι το 99,2% των καταγγελιών αυτών είχαν τελικά έκβαση υπέρ του καταναλωτή.

Τι σημαίνει αυτό; Οτι όλοι αυτοί οι κλάδοι εκμεταλλεύονται όσο μπορούν τη «δεσπόζουσα θέση» τους, ότι είναι ολιγοπώλια, δηλαδή μεταφραζόμενο επί το λαϊκότερον έχουν και το καρπούζι και το μαχαίρι και στηριζόμενες στην ανάγκη του καταναλωτή τον εκμεταλλεύονται.

Πόσοι όμως καταφεύγουν με καταγγελίες στην Ενωση Καταναλωτών για να προστατευτούν και τελικά προστατεύονται; Ελάχιστοι. Οσα ισχύουν γι’ αυτούς που δικαιώθηκαν τελικά καταγγέλλοντας ισχύουν και για όλους τους υπόλοιπους (το σύνολο του πληθυσμού είναι οι υπόλοιποι), οι οποίοι δεν προσέφυγαν.

Λαμβάνει κανείς υπόψη του αυτές τις καταγγελίες που τελικά αποδεικνύουν ότι εδώ το πράγμα δεν λειτουργεί σωστά; Οχι. Διότι αν οι κυβερνήσεις και η Δικαιοσύνη λάμβαναν υπόψη τους αυτά τα γεγονότα, θα έπρεπε να τα έχουν διορθώσει με νομοθετικές παρεμβάσεις, ελέγχους και πρόστιμα. Δεν το κάνουν, συνεπώς δεν ασχολούνται.

Και επειδή είναι τόσο μεγάλη η δύναμη του κράτους και των μεγάλων εταιρειών και τόσο αδιάφοροι οι θεσμοί προστασίας, ο πολίτης ούτε καν σκέφτεται να προσφύγει κάπου για να καταγγείλει και να ξεκινήσει έναν αγώνα προκειμένου να δικαιωθεί. Δεν αντιδρά κανείς. Και οι περισσότεροι έχουν αποδεχθεί την κατάσταση εις βάρος τους, πάρα πολλοί δε έχουν αρχίσει να τη δικαιολογούν και να τη βρίσκουν «λογική». Λένε, δηλαδή, «λογικό είναι, οι εταιρείες αυτές θέλουν να βγάλουν κέρδος, αυτή είναι η δουλειά τους». Ξεχνάνε ότι τα κέρδη αυτά είναι εις βάρος τους, ξεχνάνε ότι υπάρχουν όρια στα κέρδη, ότι υπάρχουν κανόνες δικαίου και κανόνες λειτουργίας σε αυτές τις εταιρείες, θέτοντας αυτομάτως τον εαυτό τους στη θέση του μόνιμου θύματος. Από την άλλη μεριά, θα έλεγε κανείς ότι είναι λογικό να παραμένει αυτή η κατάσταση αφού οι πολίτες δεν αντιδρούν. Δεν είναι όμως έτσι τα πράγματα. Η παρέμβαση των θεσμών προστασίας των πολιτών και της δημοκρατίας δεν πρέπει να γίνεται κατόπιν καταγγελιών και αντιδράσεων. Οι θεσμοί αυτοί έχουν το δικαίωμα –και την υποχρέωση, κατά τη γνώμη μου- να παρεμβαίνουν όπου κρίνουν. Δεν το κάνουν και αυτός είναι ο λόγος που έχουν χάσει την εμπιστοσύνη των πολιτών και που η κατάσταση εδώ παραμένει κακή.

Θα μου πείτε, καινούριο είναι αυτό; Οχι, δυστυχώς, είναι πολύ παλιότερο απ’ ό,τι φαντάζεστε. Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης είχε πει ένα ωραίο: «Το δοβλέτι αυτό ούτε φτιάχνει, ούτε χαλάει».
Δυστυχώς είχε δίκιο. Η κουβέντα του ισχύει ακόμη.