Η πολιτική φθορά δεν έρχεται ποτέ ξαφνικά. Δεν είναι μια στιγμιαία πτώση από τα ύψη της δημοτικότητας, αλλά μια αργή, σχεδόν ανεπαίσθητη διολίσθηση: μια σειρά μικρών παραιτήσεων, επιλογών «χαμηλής έντασης» και συμβιβασμών που, με τον καιρό, συσσωρεύονται σε ένα μόνιμο σύννεφο κόπωσης. Στην περίπτωση της σημερινής κυβέρνησης, αυτή η κόπωση δεν είναι απλώς διαχειριστική. Είναι υπαρξιακή – μοιάζει να έχει χαθεί το «γιατί», όχι μόνο το «πώς».

Για μια κυβέρνηση που ήρθε με υπόσχεση μεταρρυθμίσεων και τόλμης, η μεταμόρφωση σε μια μηχανή «πυρόσβεσης» καθημερινών κρίσεων συνιστά πολιτική υποχώρηση. Αντί να κινείται με σχέδιο, κινείται με αντανακλαστικά. Αντί να προκαλεί εξελίξεις, αρκείται στο να τις διαχειρίζεται. Κι όσο η χώρα περνά τη δεύτερη μισή της θητεία, το κυβερνητικό αφήγημα μοιάζει να στερεύει.
Αν κάποιος ήθελε να περιγράψει τη στάση της κυβέρνησης το τελευταίο διάστημα, θα μπορούσε να χρησιμοποιήσει μία λέξη: αποφυγή. Αποφυγή συγκρούσεων, αποφυγή ρήξεων, αποφυγή πολιτικού κόστους. Οι πρωτοβουλίες περιορίζονται σε «ανώδυνα» μέτρα – μια μείωση τιμών στα σούπερ μάρκετ, μια εξαγγελία για επιδότηση, μια δήλωση συμπάθειας μετά από κάθε κρίση. Όμως η κοινωνία δεν μετρά πια τις προθέσεις: μετρά τα αποτελέσματα. Και όταν ο μισθός δεν φτάνει, όταν η Δικαιοσύνη δεν λειτουργεί, όταν το κράτος θυμίζει παλαιάς κοπής μηχανισμό, οι καλές διαθέσεις δεν πείθουν.
Η αίσθηση πως «η κυβέρνηση κουράστηκε» δεν γεννιέται σαν ατάκα στα μέσα ενημέρωσης, αλλά από την καθημερινότητα των πολιτών. Από τις τιμές που δεν πέφτουν, από τα νοσοκομεία που υπολειτουργούν, από τις υποθέσεις διαφθοράς που ξεχνιούνται, από τις υποσχέσεις για μεταρρυθμίσεις που διαρκώς μετατίθενται για το αύριο. Η χώρα μοιάζει να ζει μια πολιτική επιβράδυνση: οι δείκτες δείχνουν πρόοδο, είναι αλήθεια αυτό, αλλά η κοινωνία νιώθει στασιμότητα.
Και κάπως έτσι, η μεγαλύτερη ήττα μιας κυβέρνησης δεν είναι να χάσει τις εκλογές: είναι να χάσει τον προσανατολισμό της. Να περάσει από το στάδιο της τόλμης στο στάδιο της συντήρησης. Να φοβάται να στεναχωρήσει τους «πολλούς» και να καταλήγει να μην ικανοποιεί κανέναν.
Η διαχείριση της εξουσίας με όρους ισορροπίας συμφερόντων -και όχι αρχών- είναι σύμπτωμα πολιτικής κόπωσης. Όταν μια κυβέρνηση επιλέγει να μη συγκρουστεί, να μην επιμείνει στις μεταρρυθμίσεις, να μην υπερασπιστεί τους θεσμούς της από την απαξίωση, τότε έχει ήδη αρχίσει να υποχωρεί. Και αυτή η υποχώρηση δεν είναι πάντα εμφανής: είναι σιωπηλή, σαν σταδιακή απώλεια βαρύτητας.
Δεν είναι τυχαίο ότι θέματα που κάποτε προκαλούσαν δυναμικές αντιδράσεις -όπως η βία στις πορείες, η ανυπαρξία ελέγχου σε δημόσιες δαπάνες, η αδιαφάνεια σε έργα και προμήθειες- σήμερα αντιμετωπίζονται με μια σχεδόν ψυχρή αδιαφορία. Είναι η «κόπωση του κράτους» που δεν έχει πια τη δύναμη ούτε να εξοργιστεί.
Πίσω από την πολιτική κόπωση κρύβεται μια βαθύτερη κρίση: η αποξένωση της εξουσίας από την κοινωνία. Οι πολίτες βλέπουν ένα κράτος που δεν τους ακούει, που κινείται αργά, που νομοθετεί χωρίς να εξηγεί, που υπόσχεται χωρίς να παραδίδει. Οι κυβερνητικοί αξιωματούχοι μιλούν για σταθερότητα και ανάπτυξη, όμως η κοινωνία ζει με δόσεις, με φόρους, με αβεβαιότητα.
Αυτό το χάσμα δεν γεφυρώνεται με επικοινωνιακές καμπάνιες ή «αισιόδοξα μηνύματα». Χρειάζεται πράξη, κίνηση, μεταρρύθμιση. Χρειάζεται ένα νέο πολιτικό αφήγημα που να εμπνέει, όχι να καθησυχάζει. Κι αυτή είναι ίσως η μεγαλύτερη απουσία: το όραμα. Το «γιατί» της εξουσίας.
Σε μια εποχή όπου οι προκλήσεις είναι διαρκείς -ενεργειακές, κοινωνικές, γεωπολιτικές- η στασιμότητα ισοδυναμεί με οπισθοδρόμηση. Μια κυβέρνηση που απλώς διαχειρίζεται, χάνει σταδιακά τη νομιμοποίηση της ηγεσίας. Η χώρα χρειάζεται μια εξουσία που να πείθει πως έχει κατεύθυνση: όχι μια που φοβάται να προχωρήσει.
Γιατί στο τέλος, όχι μόνο η πολιτική κόπωση δεν είναι ποτέ ουδέτερη, αλλά διαρρέεται στο σύνολο του κράτους: στη δημόσια διοίκηση, στη Δικαιοσύνη, στην οικονομία, στην ψυχολογία της κοινωνίας. Και όταν μια κοινωνία συνηθίζει στη στασιμότητα, τότε η παραίτηση από κάθε παραγόμενο έργο γίνεται κανονικότητα.
Η απώλεια ορμής δεν είναι μόνο πολιτικό φαινόμενο – είναι εθνικός κίνδυνος. Γιατί η αδράνεια, όσο ευγενικά κι αν ντύνεται με τον μανδύα της «σταθερότητας», οδηγεί πάντα στο ίδιο αποτέλεσμα: στο να κυβερνάς χωρίς να αλλάζεις τίποτα. Και τότε, όπως δείχνει η Ιστορία, οι αλλαγές έρχονται… απ’ αλλού.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.