Αν κάτι αποτυπώνει το πνεύμα μιας χρονιάς, δεν είναι μόνο οι ειδήσεις ή τα γεγονότα που τη σημάδεψαν, αλλά οι ίδιες οι λέξεις που επαναλάβαμε μέχρι εξάντλησης. Οι λέξεις που γλίστρησαν από τις οθόνες μας, κόλλησαν στις συζητήσεις μας, μπήκαν στα timelines μας σαν ανεπιθύμητοι αλλά επίμονοι επισκέπτες. Η διεθνής συζήτηση γύρω από τη Λέξη της Χρονιάς της Οξφόρδης -το «rage bait»- και του Cambridge -το «parasocial»- δεν είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα της ελληνικής δημόσιας σφαίρας. Μάλλον το αντίθετο: είναι καθρέφτης μιας διαδικτυακής κουλτούρας που έχει πλέον παγκοσμιοποιηθεί. Κι όμως, αν έπρεπε να φτιάξουμε ένα ελληνικό «λεξικό της χρονιάς», ποιες λέξεις θα έμπαιναν μέσα; Και, κυρίως, τι θα έλεγαν για εμάς;

Για αρχή, το «rage bait» μοιάζει επικίνδυνα οικείο. Το «δόλωμα οργής» δεν χρειάζεται καν μετάφραση στα ελληνικά, γιατί ξέρουμε ακριβώς πώς λειτουργεί: μια δήλωση που «ανάβει» τα κανάλια, ένα ποστ που σηκώνει χιλιάδες σχόλια, μια φράση που στήνεται επίτηδες σαν παγίδα συναισθημάτων. Πολιτικοί που πετούν μια ατάκα για να στρέψουν το βλέμμα αλλού, τηλεοπτικά πάνελ που στήνουν μέτωπα με πλήρη επίγνωση του τι πουλάει, χρήστες που ξέρουν ότι το θυμωμένο scroll είναι το πιο πολύτιμο καύσιμο της ψηφιακής οικονομίας. Αλήθεια, πότε ήταν η τελευταία φορά που η οργή δεν ήταν trending;

Αν το «rage bait» έχει θέση σε ένα ελληνικό λεξικό της χρονιάς, τότε σίγουρα έχει και το «parasocial». Οι μονόπλευρες σχέσεις με πολιτικούς, influencers, ψηφιακές περσόνες και «avatars» που δεν γνωρίζουμε -αλλά νιώθουμε ότι γνωρίζουμε- αποτελούν πια θεμελιώδες κομμάτι της εγχώριας πολιτικής επικοινωνίας. Με ένα κλικ στη ζωή, στο σπίτι, στο σκυλί και στο χαμόγελο του καθενός, ο δημόσιος διάλογος αποκτά ψευδο-οικειότητα. Ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού κοινού δεν βλέπει πια πολιτικούς: βλέπει «χαρακτήρες». Η πολιτική σκηνή λειτουργεί σαν συνεχές reality, και εμείς σαν φανατικό κοινό.

Αν όμως χρειάζεται να πάμε πιο συγκεκριμένα, η Ελλάδα του 2024-2025 παρήγαγε τη δική της μοναδική λέξη-σύμβολο: «ΟΠΕΚΕΠΕ». Ξαφνικά, ένας φορέας που για δεκαετίες παρέμενε χαμηλά στο ραντάρ έγινε επίκεντρο δημόσιας συζήτησης, πολιτικής αντιπαράθεσης και δεκάδων τίτλων. Η λέξη «ΟΠΕΚΕΠΕ» έγινε κάτι πολύ περισσότερο από ένας δημόσιος οργανισμός: έγινε μεταφορά όλων όσων λειτουργούν δύσκολα, γραφειοκρατικά, αργά, προβληματικά. Στην Ελλάδα, το ακρωνύμιο-φετιχισμός δεν είναι καινούργιος, αλλά φέτος βρήκε τη λέξη-σήμα του.

Άλλη λέξη που σημάδεψε τη χρονιά: «Τέμπη». Όχι ως τοπωνύμιο πια, αλλά ως πολιτικός κώδικας. Μια λέξη που κάθε φορά που ακούγεται φορτίζεται συναισθηματικά, πολιτικά, κοινωνικά. Μια λέξη που έγινε σύμβολο του τι ζητά -και τι δεν παίρνει- η κοινωνία: αλήθεια, ευθύνη, δικαίωση.

Θα μπορούσε να μπει στη λίστα και το «νέο κόμμα». Κάθε τόσο εμφανίζεται μια νέα πολιτική προσπάθεια, ένα νέο brand, μια νέα ταυτότητα που ανακατεύει την τράπουλα. Το 2025 δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Η ίδια η λέξη «κόμμα» επαναπροσδιορίζεται μέσα σε ένα τοπίο συνεχούς αναδιαμόρφωσης.

Και, φυσικά, το «βιβλίο Τσίπρα». Λίγες λέξεις προκαλούν τόσο μαζικές αναταράξεις στα media, στα social, στη δημόσια συζήτηση. Το βιβλίο έγινε σύμβολο: για κάποιους εξήγηση, για άλλους προβοκάτσια, για άλλους πολιτικό test. Η λέξη «βιβλίο» -όταν συνοδεύεται από το όνομα του πρώην πρωθυπουργού- αποκτά νέο νόημα, μετατρέπεται σε πολυεργαλείο πολιτικής ανάλυσης και αντιπαράθεσης.

Αλλά δεν είναι μόνο αυτά. Η Ελλάδα βρίσκει κάθε χρόνο τις δικές της λέξεις που αποτυπώνουν τη συλλογική ένταση: λέξεις όπως «ανασχηματισμός», «υποκλοπές», «φορολογικά», «ενίσχυση», «επιδότηση», «κακοκαιρία» – μία λέξη που πλέον είναι μόνιμο κεφάλαιο. Οι λέξεις της επικαιρότητας μπαίνουν και βγαίνουν σαν πρόχειρες λεζάντες κάτω από ένα timeline γεμάτο θόρυβο.

Αν όμως έπρεπε να διαλέξουμε μία λέξη ως «Λέξη της Χρονιάς στην Ελλάδα», ποια θα ήταν; Μήπως η «οργή»; Μήπως η «κόπωση» από τις φωνές που δεν θα έπρεπε να ακούμε; Ή μήπως η «ανακύκλωση» των ίδιων συζητήσεων, των ίδιων κατηγοριών, των ίδιων patterns;

Η αλήθεια είναι ότι, για να βρούμε τη Λέξη της Χρονιάς, δεν χρειάζεται καν να ψάξουμε κάτι καινούργιο. Η λέξη υπήρχε ήδη, πέρσι, και είναι πιο ταιριαστή από ποτέ: brain rot.

Γιατί, με όλα όσα βλέπουμε γύρω μας -τοξικές συζητήσεις, endless scrolling, ψηφιακές υστερίες, δημόσιο λόγο-τηλεπαιχνίδι- το «κάψιμο εγκεφάλου» όχι απλώς συνεχίζεται, αλλά έχει γίνει μόνιμη κατάσταση. Το brain rot είναι, τελικά, η πιο ειλικρινής λέξη της (κάθε) χρονιάς στην Ελλάδα.