Στην πρώτη φάση της επιδημίας, το σύστημα δούλεψε – τον Μάρτιο η Ελλάδα είναι μία επαρχία της Ευρώπης, η κινητικότητα είναι ελάχιστη, σε σχέση με τον Ιούλιο ή τον Αύγουστο, σε αντίθεση με τις Βρυξέλλες και το Μιλάνο.

Έτσι, οι μονάδες εντατικής ήταν σχεδόν άδειες, τα κρούσματα κρατήθηκαν σε χαμηλά επίπεδα, οι θάνατοι ήταν ελάχιστοι.

Τα υπόλοιπα είναι Ιστορία – η Ελλάδα τα πήγε πολύ καλά στον πρώτο γύρο της επιδημίας, πράγμα που είχε ως αποτέλεσμα να μην είναι θανάσιμη η ζημιά στον τουρισμό του 2020. Ωστόσο, ξέρουμε όλοι καλά ότι δεν αντέχουμε ένα ανάλογο, δεύτερο καλοκαίρι: η ζημιά στο βιοτικό επίπεδο της χώρας θα είναι τεράστια – και πολύ δύσκολα αναστρέψιμη.

Το καλοκαίρι του 2021 αργεί ακόμα – αλλά δεν είναι και μακριά: μας χωρίζουν 90 ημέρες από τον Ιούνιο και 120 ημέρες από τον Ιούλιο. Ωστόσο, τα πράγματα στην Ελλάδα, σε ό,τι αφορά το επιδημιολογικό φορτίο , δεν πάνε καθόλου καλά – και δεν χρειάζεται να είναι κανείς επιδημιολόγος για να το αντιληφθεί. Δεν είναι τόσο ο αριθμός των κρουσμάτων – που άλλωστε, δεν πείθει τους αρνητές της μάσκας, των αποστάσεων και των εμβολίων, όσο είναι ο αριθμός των διασωληνώσεων, που δίνει το μέτρο της έκτακτης κατάστασης που ζούμε: η αύξηση είναι περίπου 100% μέσα σε έναν μήνα.

Αυτές τις ώρες, αυτό που συζητείται στους κύκλους των ειδικών, είναι το ποια θα είναι τα επόμενα περιοριστικά μέτρα. Εν ολίγοις, είναι αποφασισμένο ότι πρέπει να υπάρξουν μεγαλύτεροι περιορισμοί στην κυκλοφορία και στις συναθροίσεις – και αναζητείται ο τρόπος.

Είναι προφανές ότι το περασμένο φθινόπωρο, χάθηκε μία σημαντική ευκαιρία να μπει κάποιος έλεγχος στην επιδημία. Η κυβέρνηση – αλλά βεβαίως και η επιτροπή των ειδικών , που κάνουν τις εισηγήσεις, μπήκαν στον πειρασμό να προσπαθήσουν να μειώσουν τις οικονομικές επιπτώσεις των μέτρων αποτροπής του συγχρωτισμού, ελπίζοντας ότι οι πολίτες θα λάμβαναν όλα τα μέτρα αποστασιοποίησης. Αποδείχθηκε ότι αυτό ήταν μία φενάκη.

Το αποτέλεσμα το βιώνουμε άπαντες, τόσο στην Αττική, όσο και στις περισσότερες περιοχές της χώρας, όπου ο ιός κάνει «πάρτι» το τελευταίο διάστημα. Η πολιτική του «ακορντεόν» αποδείχθηκε αναποτελεσματική – όχι για λόγους αρχής, αλλά για λόγους ψυχολογίας: καμία κοινωνία δεν είναι έτοιμη να πατήσει φρένο ή γκάζι με κρατική εντολή. Έτσι, οι ΜΕΘ γεμίζουν μέρα με τη μέρα, οι απαγορεύσεις γίνονται προοδευτικά πιο σκληρές, αλλά χωρίς αποτέλεσμα και η πίεση στο σύστημα υγείας μεγαλώνει διαρκώς.

Έχει φτάσει η στιγμή της κοινής λογικής. Γνωρίζουμε πια ότι ο κρίσιμος χρόνος είναι οι 14 ημέρες. Γνωρίζουμε ότι ένα γενικό απαγορευτικό δύο εβδομάδων μπορεί να φρενάρει την επέλαση του κορωνοϊού. Το ερώτημα είναι πώς μπορεί να γίνει κάτι τέτοιο – κι αν μία κυβέρνηση (κάτι που απασχολεί προφανώς το Μαξίμου) το αντέχει πολιτικά.

Υπάρχει όμως και ένα δεύτερο ερώτημα: αν μία κυβέρνηση δεν αντέχει πολιτικά ένα καθολικό lockdown – που μπορεί να σημαίνει κλείσιμο εργοστασίων ή λειτουργία όλων των επιχειρήσεων με προσωπικό ασφαλείας 10%, τόσο στον ιδιωτικό, όσο και στον δημόσιο τομέα – για 15 ημέρες, πώς θα αντέξει το οικονομικό και κοινωνικό  κόστος που θα συνεπάγεται μία πολυήμερη παράταση του σημερινού, μίνι- απαγορευτικού;

Η απάντηση είναι προφανής – δεν θα το αντέξει. Γι’ αυτό, έχει έλθει η ώρα της κοινής λογικής. Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει αυτό που πρέπει να κάνει – και όχι αυτό που ελπίζει ή το άλλο που εύχεται…