Από σήμερα, και μετά από μήνες συζητήσεων, αντιπαραθέσεων και αναβολών, τίθενται σε εφαρμογή από την Ευρωπαϊκή Ένωση δυο πρωτόγνωρα μέτρα, εν είδει οικονομικών κυρώσεων αλλά και πολιτικών συμβόλων: αφενός ένα πλήρες εμπάργκο του εισαγόμενου δια θαλάσσης ρωσικού πετρελαίου (μη αγορά, αλλά και παρεμπόδιση τρίτων που θα ήθελαν να αγοράσουν) και αφετέρου ένα έμμεσο (γιατί εφαρμοζόμενο επί των εμπόρων ή πλοιοκτητών που έχουν ήδη αγοράσει ρωσικό πετρέλαιο και το μεταπωλούν στην Ευρώπη) πλαφόν στην τιμή του αργού πετρελαίου.

Το μεν πρώτο μέτρο, το εμπάργκο, προαναγγέλλεται ότι από το Φεβρουάριο του 2023 πρόκειται να καλύψει όλα τα πετρελαϊκά προϊόντα, το δε δεύτερο, το πλαφόν, προορίζεται να εφαρμοστεί όχι μόνο από την Ευρωπαϊκή Ένωση ως σύνολο, αλλά και από τις χώρες του G-7, δηλαδή και από το Ηνωμένο Βασίλειο, καθώς και από την Αυστραλία. Είναι προφανές ότι τα πράγματα σοβαρεύουν.

Παρότι οι συνέπειες στη δοκιμασία της πράξης είναι δύσκολο να προβλεφθούν, κάποιες πρώτες γενικές επισημάνσεις ίσως δεν θα ήταν άκαιρες.

Η πρώτη είναι ότι, παρά τις δυσκολίες, την ποικιλία των αντιλήψεων και των συμφερόντων, τη λυσσαλέα αντίδραση κλάδων της αγοράς, τη χλεύη αρκετών ειδικών και την οργή της Ρωσίας, τόσο δραστικά και κοινά για πολλές χώρες μέτρα είναι, τελικά, εφικτό να ληφθούν υπό την αιγίδα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η μετάβαση από τις προτάσεις και τις προσπάθειες στη συμφωνία και την εφαρμογή της, και μάλιστα σε συνεργασία και με εκτός Ευρώπης δυνάμεις, μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί, παρά τις καθυστερήσεις και τα «νερώματα», μια πρώτης γραμμής πολιτική επιτυχία –νίκη μιας ως τώρα αγνοούμενης κοινής πολιτικής βούλησης.

Η δεύτερη διαπίστωση, που δεν αναιρεί αλλά σχετικοποιεί την πρώτη, είναι ότι η αποτελεσματικότητα των δίδυμων μέτρων, και ιδίως του πλαφόν, δεν είναι ούτε δεδομένη ούτε μονοσήμαντη. Η θέση του ορίου στα 60 δολάρια ανά βαρέλι εγείρει την πρώτη σειρά προβληματισμών: πρόκειται για εν πολλοίς αυθαίρετη επιλογή, προϊόν συμβιβασμού, καθώς κάποιες, ιδίως ναυτικές, χώρες ήθελαν ένα πλαφόν κοντά ή και πάνω από τα 70 δολάρια, ώστε να μη «γονατίσουν» οι εισαγωγές, ενώ άλλες, που θα μπορούσαμε να τις χαρακτηρίσουμε «υπερ-ουκρανικές», ζητούσαν ένα πλαφόν γύρω στα 30 δολάρια, που θα «γονάτιζε» τη Ρωσία. Στην πράξη κινδυνεύει να έχει μικρή έως ελάχιστη οικονομική επίπτωση, καθώς βρίσκεται πάνω από τη μέση τιμή στην οποία αγοράζεται σήμερα το ρωσικό πετρέλαιο (το προερχόμενο από τα Ουράλια αργό είναι σίγουρα πιο κάτω, τα εξ Ασιατικής Ρωσίας κοιτάσματα πωλούνται κάπου εκεί κοντά) –γι’ αυτό άλλωστε η Ινδία, αλλά και ο Υπουργός Λαβρόφ εκ μέρους της Ρωσίας, έκαναν λόγο για «άσφαιρα πυρά» ή «business as usual». Πρέπει να περιμένουμε για να δούμε πού θα οδηγήσει η –κατανοητή- προσπάθεια των ηγετών της Ένωσης να γεφυρώσουν (σχεδόν) αγεφύρωτες επιδιώξεις: να πληγεί οικονομικά η Ρωσία και συγχρόνως να μην καταρρεύσει η αγορά πετρελαίου και, ιδίως, ο εφοδιασμός μη Δυτικών μεγαθηρίων, όπως η Κίνα και η Ινδία.

Η τρίτη, και ίσως βασικότερη, διαπίστωση είναι ότι, με μέτρα τέτοιας έντασης και εύρους, το ζήτημα της επάρκειας και των τιμών του πετρελαίου, και γενικότερα το ενεργειακό ζήτημα, εισέρχεται συνειδητά και ανοιχτά στο πεδίο της γεωπολιτικής διαπάλης. Η Ρωσία δεν στερείται δυνατότητας «αντιμέτρων»: ορισμένοι φλερτάρουν ήδη με την ιδέα να «κλείσουν τις κάνουλες» ως διαμαρτυρία για τα μέτρα, ενώ υπάρχει και η οδός της πλήρους μεταστροφής –εμπορικής αλλά και πολιτικής- προς τις μη Δυτικές χώρες, κάτι που θα πυροδοτούσε ακόμα μεγαλύτερη γεωπολιτική ένταση (δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι παρά την κοινή στάση της «Δύσης», μια πλειοψηφία χωρών και κυρίως πολιτών του κόσμου δεν συμφωνούν με κυρώσεις κατά της Ρωσίας). Ερωτηματικό αποτελεί και η στάση του ΟΠΕΚ+, στον οποίο μετέχει η Ρωσία: αν αποτελεί ένδειξη η αντίδραση της Σαουδικής Αραβίας στην πρόσφατη «παραίνεση» των Ηνωμένων Πολιτειών να αυξήσουν την παραγωγή πετρελαίου, ώστε να πέσουν, έτσι, οι τιμές (ο Πρόεδρος Μπάιντεν εισέπραξε μια μεγαλοπρεπή άρνηση), τότε ούτε ως προς αυτό είναι λογικό να αναμένεται κοινό μέτωπο.

Πιθανότατα τα πράγματα θα κριθούν από το συνδυασμό δύο παραγόντων: την αντοχή των κοινωνιών στις χώρες στις οποίες θα ισχύσουν οι κυρώσεις και την «ευλυγισία» της αγοράς, προς την κατεύθυνση της αφομοίωσης ή της εξουδετέρωσης των μέτρων.

Ο Πούτιν, και μέρος των αγορών, ελπίζουν στην κόπωση, στη μαλθακότητα και στην έξη του δυτικού κόσμου στις ανέσεις. Όσοι πήραν τα μέτρα στο όνομα των λαών της Δύσης ποντάρουν στην αίσθηση ιστορικής συνείδησης –και στον τερματισμό του πολέμου όσο το δυνατόν πιο γρήγορα.

Εν τω μεταξύ, διακυβεύεται σε πρώτο, αλλά μάλλον μακρινό, πλάνο ένα πετρελαϊκό σοκ και, σε δεύτερο και πολύ πιθανότερο, μια όξυνση, πολύ πέρα από τη μόνη οικονομία, της παγκόσμιας σύγκρουσης.

Η Ευρώπη δείχνει όχι μόνο να έχει συνείδηση, αλλά και να διαλέγει οριστικά τον δρόμο της σε αυτό το σταυροδρόμι.