Ο πατέρας μου, όσο ήταν εν ζωή, κάθε φορά που του μεταφέραμε με την αδερφή μου τα προβλήματα που είχαμε ή τους προβληματισμούς μας για τη ζωή, το παρόν και το μέλλον μας, χαμογελούσε. Αμέσως μετά -με εκείνη την ατελεύτητη, καθησυχαστική πραότητα που είχε μέσα του- μας έδινε, με διάφορες παραλλαγές την ίδια απάντηση: «Όλα καλά είναι, μαζί με τη μάνα σας έχουμε φροντίσει για το μέλλον σας, όλα καλά θα πάνε, εσείς, ευτυχώς, δεν ζήσατε ούτε πολέμους ούτε αρρώστιες».

Ο ίδιος είχε ζήσει και Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο και Γερμανούς στον τόπο του και όταν έφυγαν οι κατακτητές πέρασε από Εμφύλιο, βλέποντας αδέρφια να σκοτώνονται μεταξύ τους. Έζησε μαύρη πείνα, γλίτωσε από ασθένειες που θέριζαν μαζικά τους συμπολίτες του. Στα 13 χρόνια του -δεν είναι λάθος typing- έφυγε παιδάκι ξυπόλητο, στην κυριολεξία, για να πάει στην Κέρκυρα και να δουλέψει, μένοντας σε ένα πατάρι όπου κάθε βράδυ τα ποντίκια του έτρωγαν τα αφτιά του. Αργότερα, μαζί με τη μητέρα μου, έφυγαν μετανάστες στη Γερμανία, μπαίνοντας κι εκείνοι στο κάδρο των Ελλήνων που ξενιτεύτηκαν για να γλιτώσουν από τη χούντα και να κάνουν προκοπή, μένοντας δέκα χρόνια μακριά από την πατρίδα τους. Κι ενώ ο ίδιος είχε περάσει τόσα πολλά, μαζί με αδικίες ανθρώπων δικών του, αυτό που πάντα τον φόβιζε ήταν μόνο ο πόλεμος και οι αρρώστιες.

Έτσι, κάθε φορά που του λέγαμε τα δικά μας με την αδερφή μου, εκείνος μας θύμιζε ότι ναι μεν είναι δύσκολα τα πράγματα, αλλά ούτε κινδυνεύουμε από σφαίρες ούτε από πανδημίες. Και το βλέμμα του χανόταν στη θύμηση, στα όσα έζησε εκείνος σε αυτές τις καταστάσεις, λέγοντάς και καμιά ιστορία με παραστατικό τρόπο από εκείνα τα χρόνια. Κι εμείς με την αδερφή μου τον παρακολουθούσαμε δήθεν εκστασιασμένοι, σαν να τα ακούγαμε για πρώτη φορά.

Από τότε που ήμασταν πιτσιρίκια με την αδερφή μου, έχουν περάσει πολλά χρόνια. Μέσα σε αυτά, και πολέμους ζήσαμε στη «γειτονιά» μας -αλλά και πάλι- ενώ ακόμα μας περιτριγυρίζει η πανδημία του κορωνοϊού και οι παραλλαγές της. Υπό μία συνθήκη και ο πόλεμος και η πανδημία έχουν κοινά χαρακτηριστικά, αφού ο αφανισμός που επιφέρουν στην ανθρωπότητα δεν διαφέρει. Και στις δύο περιπτώσεις μνήματα αφήνουν πίσω τους, οιμωγές απελπισίας, πόνο ανείπωτο, ενώ δεν ξέρεις πού θα φτάσουν τα πράγματα, ποια θα είναι η εξέλιξη, πώς θα παίξει το προσεχώς στις ζωές μας.

Κι όλα αυτά ενώ δεν είναι εδώ, πια, ο πατέρας μου για να σχολιάσει την όλη κατάσταση και, βασικά, να με καθησυχάσει ότι όλα θα πάνε καλά. Αν και τώρα που το σκέφτομαι, ποτέ δεν μας είπε ότι δεν θα ζήσουμε πολέμους και αρρώστιες, μας μιλούσε για εκείνη τη στιγμή. Στην ουσία, δηλαδή, την πιο σπουδαία ευχή μας έδινε, να μην περάσουμε, να μη ζήσουμε ό,τι βίωσε εκείνος, δεν υποστήριξε ποτέ ότι δεν πρόκειται να τα περάσουμε όλα αυτά. Απλώς, μέσα από τις προσωπικές διηγήσεις του μας δίδασκε πώς να σταθούμε απέναντι σε αντίστοιχες καταστάσεις, όπως εκείνος που ήταν ένα φτωχό παιδάκι από την Ήπειρο, δίχως μόρφωση, δίχως εφόδια από τους δικούς του γονείς. Κι αφού τα κατάφερε εκείνος, υπό αυτές τις συνθήκες, η αδερφή μου κι εγώ θα είμαστε σίγουρα καλύτερα. Επειδή έχουμε ο ένας τον άλλον και τη μάνα μας, να κερνάει ο ένας τον άλλον οικογενειακή αγάπη, μαζί με τους υπόλοιπους της φαμίλιας μας, και κουράγιο για τα επόμενα