Κάθε πολιτική αλλαγή, εξάλλου, συνοδεύεται από προσδοκίες, αλλά και ανοχή στα πρώτα στραβοπατήματα που θα συμβούν ούτως ή άλλως. Ιδιαίτερα όταν η αξιωματική αντιπολίτευση, αλλά και η ευρύτερη Κεντροαριστερά βρίσκονται σε φάση αναστοχασμού και στρατηγικής επανατοποθέτησης.

Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε να δημιουργήσει, να εκμεταλλευτεί και τελικά να κεφαλαιοποιήσει το αντι-ΣΥΡΙΖΑ ρεύμα. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν θετικές προσδοκίες, ιδιαίτερα από τα μεσοστρώματα που τη στήριξαν στις εθνικές εκλογές και βλέπουν σήμερα ένα υβριδικό στυλ διακυβέρνησης, με το Μαξίμου να λειτουργεί ως Λευκός Οίκος. Προσδοκίες που παραβλέπουν ότι τελικά και ταμειακά διαθέσιμα υπάρχουν και η Συμφωνία των Πρεσπών θα εφαρμοστεί και οι στόχοι για τα δρακόντεια πλεονάσματα δεν θα αμφισβητηθούν.

Κανείς όμως δεν μπορεί να απαντήσει στο ερώτημα «τι θέλει να κάνει αυτή η κυβέρνηση;». Είναι η αφηρημένη και απολίτικη «κανονικότητα»; Είναι μια καθολική ανάπτυξη, χωρίς χαμένους και κερδισμένους; Ή μια ρεβανσιστική Δικαιοσύνη απέναντι σε μοιραίες και επικίνδυνες αποφάσεις της προηγούμενης κυβέρνησης;

Σχεδόν όλες οι μεταπολιτευτικές κυβερνήσεις πρότειναν ένα κεντρικό αφήγημα, μια «ιστορία», μέσα στην οποία μπορούσαν να ταυτιστούν οι πολλοί ή έστω οι περισσότεροι. Κάθε ιστορία, εξάλλου, δημιουργεί συμμαχίες ή συγκρούσεις ανάμεσα στις κοινωνικές ομάδες, ακόμη και εντός ή εκτός των συστημάτων εξουσίας. Ας μην ξεχνάμε ότι και οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ βάφτισαν τα σκισμένα μνημόνια «δίκαιη ανάπτυξη», αντιλαμβανόμενοι ότι η διακυβέρνηση απαιτεί διαφορετικά προσκλητήρια από την αντιπολίτευση. Κάποια στιγμή θάβεις το τσεκούρι του πολέμου και στέκεσαι στο κέντρο για να κυβερνήσεις.

Η σημερινή κυβέρνηση επιλέγει σημειακές παρεμβάσεις για να μεταφέρει στην κοινή γνώμη την πεποίθηση της «κανονικότητας», όπως αυτή τέλος πάντων μπορεί να γίνει αντιληπτή από την εφαρμογή του «νόμος και τάξη» ή τον καθαρισμό ενός οικοπέδου στο Μάτι. Δημιουργεί επιτροπές ξένων εμπειρογνωμόνων για τη μεταρρύθμιση στο Δημόσιο – ασχέτως αν αυτοί είναι γνώριμοι και των προηγούμενων κυβερνήσεων ή έχουν γίνει πιο ουσιαστικές απόπειρες στο παρελθόν. Αντιγράφει λίστες μεταρρυθμίσεων των παλαιότερων κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, φλερτάρει με «αξιοποιήσιμους» παντός καιρού, ενώ δεν επιδιώκει τη σύμπλευση με την αντιπολίτευση στη Βουλή, όπως φάνηκε στο θέμα του πανεπιστημιακού ασύλου.

Εξ ου και η φετινή ΔΕΘ είναι μια ευκαιρία για τον πρωθυπουργό να πει επιτέλους μια «ιστορία». Τι παρέλαβε, τι θέλει και μπορεί να κάνει, ποιο τελικά είναι το σημείο στον ορίζοντα για το οποίο αξίζει να τον ακολουθήσουν οι πολίτες. Η αφήγηση αυτή αφορά τον ίδιο, την κυβέρνηση, αλλά και το πολιτικό του σπίτι. Ιδιαίτερα όταν γύρω μας οι κίνδυνοι είναι υπαρκτοί και η διεθνής οικονομία απειλείται από μια ιδιότυπη ύφεση, απόρροια του οικονομικού εθνικισμού των ΗΠΑ, ενώ στο εσωτερικό μας σοβούν η αποεπένδυση, η ελαστική απασχόληση, η υψηλή φτώχεια και ανεργία, ταλαίπωρες κοινωνικές υπηρεσίες και η δημογραφική παρακμή που ακρωτηριάζει κάθε μακροπρόθεσμο σχεδιασμό για βιώσιμη ανάπτυξη.

Το βλέπει κανείς και στις δημοσκοπήσεις. Στο κλείσιμο του δεκαετούς κύκλου της εθνικής μας ταλαιπωρίας είναι λογική η κόπωση και το «περάστε και σεις» που νιώθει ένα μεγάλο τμήμα της κοινωνίας. Αλίμονο όμως αν το Ελληνικό ταυτιστεί με το πάνδημο αίτημα για ανάπτυξη, η εκκαθάριση στα Εξάρχεια με τη δημόσια ασφάλεια, οι νέες φυλακές στον Ασπρόπυργο με τη μεταρρύθμιση του σωφρονιστικού συστήματος. Τα σημεία δεν δημιουργούν ιστορία, απλώς παράγουν δημοσιότητα.

Η πραγματική πολιτική χρειάζεται έναν ορίζοντα, στόχους, ιστορικά υποκείμενα, αιτήματα, γόνιμες συγκρούσεις. Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για την προοδευτική αντιπολίτευση.

*Ο Παναγιώτης Βλάχος είναι σύμβουλος στρατηγικής, καινοτομίας και επικοινωνίας