Με μια καλή προίκα από το 2023 και υψηλούς στόχους ξεκινάει η νέα χρονιά, όπως τουλάχιστον προδιαγράφεται και στον ψηφισθέντα προϋπολογισμό. Οι προκλήσεις αφορούν τους τομείς της μεγέθυνσης της ελληνικής οικονομίας με ρυθμούς υψηλότερους από τον μέσο όρο της Ευρώπης, η μείωση του χρέους ως προς το ΑΕΠ ώστε να φθάσει στο τέλος του χρόνου στο 152%, η αύξηση του μέσου μισθού και η αύξηση των εσόδων στα 63 δισ., έτσι ώστε να υπάρξει πρωτογενές πλεόνασμα της τάξεως των 5 δισ.

Επίσης, σε επίπεδο διαρθρωτικών αλλαγών, όπου έχουν γίνει τα τελευταία χρόνια σημαντικά βήματα προόδου, αλλά απομένουν ακόμα πολλά για την καλύτερη λειτουργία της αγοράς και του κράτους με στόχο τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του πολίτη.

Αυτές οι αναγκαιότητες όμως πρέπει να συμβούν μέσα σε ένα παγκόσμιο περιβάλλον ρευστό, με επιβράδυνση των οικονομιών και κυρίως της Ευρώπης, με την οποία είμαστε άρρηκτα δεμένοι και μας επηρεάζει καταλυτικά, τόσο στο τουριστικό συνάλλαγμα, όσο και στις εξαγωγές. Κι είναι φιλόδοξοι οι στόχοι της οικονομίας μας αν σκεφτεί κανείς πως η Ευρώπη κινείται οριακά μεταξύ ανάπτυξης και ύφεσης και επιπροσθέτως έχει παρέλθει η εποχή της χαλαρότητας στη δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, αλλά και του ακριβού χρήματος λόγω επιτοκίων και πληθωρισμού.

Μέσα σε αυτό το περιβάλλον και χωρίς να συνυπολογίζονται οι γεωπολιτικές αναταράξεις στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και άλλους αστάθμητους και απρόβλεπτους διεθνείς κινδύνους, η χώρα μας καλείται να εντείνει τις προσπάθειες για να προσελκύσει παραγωγικές επενδύσεις και να αυξήσει τις εξαγωγές της ώστε να νιώθει ασφαλέστερη από εξωτερικά προβλήματα.

Με άλλα λόγια, ναι μεν υπάρχει το θετικό momentum κι είναι επιτεύξιμοι σε μεγάλο βαθμό οι στόχοι, έστω και με μικρές παρεκκλίσεις, όμως είναι αλληλένδετοι και με υστέρηση σε έναν στόχο αυτόματα επηρεάζονται και οι άλλοι.

Χρόνος για χάσιμο δεν υπάρχει και όλα πρέπει να τρέξουν γρήγορα.

Για τους πολίτες όμως, πέραν από τους μακροοικονομικούς στόχους, αυτό που προέχει είναι η αύξηση των θέσεων εργασίας και οι αυξήσεις των μισθών και των εισοδημάτων. Μπορεί οι διεθνείς οίκοι και οι αναλυτές να ομιλούν περί ελληνικού οικονομικού success story, όμως ο μέσος μικτός μισθός στον ιδιωτικό τομέα είναι μόλις στα 16.661 ευρώ, που αντιστοιχεί στο 42,6% του μέσου μισθού στις χώρες της Ευρωζώνης που είναι στις 39.000 ευρώ στο τέλος του 2022. Οι νέες θέσεις εργασίας μπορούν να προέλθουν μόνο με νέες επενδύσεις και οι καλύτεροι μισθοί μέσω της εξειδίκευσης και της ανάπτυξης των δεξιοτήτων των εργαζομένων.

Επομένως, η κυβέρνηση οφείλει να παρέχει μεγαλύτερες διευκολύνσεις στους υποψήφιους επενδυτές απλοποιώντας τις διαδικασίες και πατάσσοντας τη γραφειοκρατία -η οποία, παρ’ όλες τις προσπάθειες, καλά κρατεί- και να συντομεύσει τον χρόνο απόδοσης δικαιοσύνης που είναι μια σημαντικότατη παράμετρος για κάθε υποψήφιο επενδυτή.

Ο πήχης έχει μπει εκ των πραγμάτων πολύ ψηλά, αλλά αν η κυβέρνηση κινηθεί συντονισμένα, με ταχύτητα και κυρίως στοχοπροσήλωση, το τελικό αποτέλεσμα μπορεί να μην είναι ακατόρθωτο. Ο πρωθυπουργός, ως συντονιστής του κυβερνητικού έργου, δεν θα πρέπει να διστάζει να κάνει συνεχείς αλλαγές όπου βλέπει καθυστερήσεις ή εκτροχιασμούς από τους στόχους. Οι περίφημοι «μπλε φάκελοι», που παραλαμβάνουν οι υπουργοί με την ορκωμοσία τους, δεν είναι απλά ένας μπούσουλας εργασίας αλλά και ένα συμβόλαιο, οι όροι του οποίου δεν μπορούν να αθετηθούν από κανέναν. Ο χρόνος υπάρχει, οι οιωνοί είναι καλοί, η κυριαρχία της κυβέρνησης στο πολιτικό σύστημά μας δεν αμφισβητείται και αντίπαλος στην ουσία είναι μόνο ο κακός της εαυτός, τον οποίο ευελπιστούμε να μη δούμε. Κι ας μην ξεχνούν πως οι πολίτες επένδυσαν επάνω τους το μέλλον τους και προσδοκούν ή καλύτερα απαιτούν πλέον, ένα καλό μέρισμα από την ανάπτυξη της οικονομίας, όχι μόνο σε υποδομές, αλλά και σε διαθέσιμο εισόδημα.