συσπειρώσεις των κομμάτων είναι κάτω από το 70%, πράγμα που σημαίνει ότι η ατμόσφαιρα στην κοινωνία δεν είναι προεκλογική. Στις δημοσκοπήσεις, οι πολίτες κατά πλειοψηφία απαντούν ότι θέλουν τις εκλογές όσο πιο αργά γίνεται – ακόμα και … μετά από την λήξη της κυβερνητικής θητείας. Ωστόσο,η προεκλογική περίοδος έχει ήδη ξεκινήσει.

Οι πολιτικοί αρχηγοί έχουν ξεκινήσει εδώ και καιρό περιοδείες, που έχουν καθαρά προεκλογικό χαρακτήρα, με πρώτον και καλύτερο τον πρωθυπουργό. Ο Αλέξης Τσίπρας ακολουθεί και ο Νίκος Ανδρουλάκης που αποθεραπεύτηκε, κάνει το ίδιο.

Θα αντέξει η χώρα μία μακρά προεκλογική περίοδο, που μπορεί να διαρκέσει ακόμα και επτά μήνες; Προφανώς – το έχουμε κάνει στο παρελθόν και ενδεχομένως θα το κάνουμε και τώρα. Εννοείται ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης, που έχει το πιστόλι του αφέτη, μπορεί ανά πάσα στιγμή να πατήσει την σκανδάλη για τις κάλπες. Αλλά αυτό δεν φαίνεται αυτή τη στιγμή τόσο πιθανό.

Η Νέα Δημοκρατία κατάφερε μέχρι στιγμής κάτι που φάνταζε αδιανόητο – να φτάσει στον τελευταίο χρόνο της διακυβέρνησής της με σημαντικό προβάδισμα, τόσο ως προς την πρόθεση ψήφου, όσο και ως προς την ικανότητα του αρχηγού της να συνεχίσει να ασκεί τα καθήκοντα του πρωθυπουργού.

Τώρα, ο Κυριάκος Μητσοτάκης θέτει το πιο απλό δίλημμα του κόσμου – θέλετε να συνεχίσω εγώ ως πρωθυπουργός ή να πειραματιστείτε όπως το 2015 με τον Αλέξη Τσίπρα και τους πιθανούς συμμάχους του; Με έναν σμπάρο, δύο τρυγόνια, δηλαδή πιστεύει ότι θα εξασφαλίσει– από τη μία υπενθυμίζει την διακυβέρνηση Τσίπρα και Καμμένου και από την άλλη επιχειρεί να “στριμώξει” το Νίκο Ανδρουλάκη στο χώρο του Κέντρου, ως «ύποπτο» συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ, ως Πάνο Καμμένο της νέας εποχής.

Τα δύο άλλα κόμματα, δηλαδή ο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, ακολουθούν διαφορετικές στρατηγικές: ο μεν Αλέξης Τσίπρας ποντάρει στον θυμό των ψηφοφόρων, όπως έκανε και στις εκλογές του 2012 και του 2015, ο δε Νίκος Ανδρουλάκης επιχειρεί να ξεφύγει από την ζώνη του 12%, έχοντας να διαχειριστεί ένα “διχασμένο” κόμμα, όπου κάποιοι προσβλέπουν σε κυβερνητική συνεργασία με τη ΝΔ, κάποιοι ελπίζουν σε «ανάσταση» με την αυτόνομη πορεία στην αντιπολίτευση και κάποιοι άλλοι καλοβλέπουν μία συνεργασία με τον ΣΥΡΙΖΑ.

Υπάρχει στην κοινωνία ο «θυμός» του 2012 και του 2015; Από τις δημοσκοπήσεις δεν προκύπτει κάτι τέτοιο – αντίθετα, καταγράφεται μία απόλυτη αβεβαιότητα, η οποία ωστόσο έχει άλλους όρους από εκείνους της εποχής των Μνημονίων: παρά την συγκράτηση των επιτοκίων των καταθέσεων σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, δεν έχει «φρενάρει» – τουλάχιστον, προς το παρόν – ο ρυθμός αύξησής τους. Ο ρυθμός της ανάπτυξης παραμένει αδιανόητα υψηλός για τα ελληνικά δεδομένα, παρά το γεγονός ότι ο πληθωρισμός, που έφτασε να γίνει διψήφιος το προηγούμενο διάστημα, συνθλίβει τα εισοδήματα.

Όμως, οι πάντες αντιλαμβάνονται ότι πρόκειται για έναν πληθωρισμό που δεν έχει να κάνει με την ζήτηση, αλλά με την προσφορά – και κυρίως με την έκρηξη στις τιμές της ενέργειας. Και επίσης, δεν πρόκειται για ένα ελληνικό φαινόμενο, αλλά για μία διαπλανητική εξέλιξη (η εξήγηση αυτή αναδεικνύεται για ευνόητους λόγους από τη Νέα Δημοκρατία σε καθημερινή βάση). Με την έννοια αυτή, η Ελλάδα δεν είναι πια το «μαύρο πρόβατο» της Ευρώπης και του πλανήτη, οπότε το κόστος για την κυβέρνηση περιορίζεται.

Επομένως, – είναι μια άποψη κι αυτή- όποιος επενδύει στον θυμό της κοινωνίας κινδυνεύει να μείνει πίσω, τόσο πολιτικά, όσο και εκλογικά. Η ελληνική κοινωνία έχει περάσει σε μία νέα κανονικότητα – η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα είναι παρούσες με μεγάλη ένταση, αλλά οι πάντες γνωρίζουν ότι αυτή τη φορά δεν είναι μόνον η χώρα μας δακτυλοδεικτούμενη. Το ερώτημα ενόψει της κάλπης δεν μπορεί να είναι άλλο, παρά το ποιος, θα διαχειριστεί καλύτερα την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια. Και αυτό δεν μπορεί να γίνει με όρους «Αγανακτισμένων» του 2012 και του 2015. Όποιος απαντήσει πληρέστερα σε αυτό, θα είναι ο νικητής των εκλογών, όποτε κι αν γίνουν.