Όλες οι εκλογές έχουν τη σημασία τους μέσα στον αέναο ευρωπαϊκό κύκλο, κάποιες όμως έχουν μεγαλύτερη σημασία. Ισχύει κυρίως για τις ιδρυτικές της Ένωσης χώρες, που υποτίθεται ότι εκπροσωπούν και στηρίζουν το κοινό οικοδόμημα. Όταν μάλιστα η συγκυρία είναι απαιτητική, η σημασία αυξάνεται: αυτό συνέβη, για μια σειρά λόγους και σε μια σειρά πεδία, με τις ολλανδικές εκλογές της περασμένης εβδομάδας.

Διατί να το κρύψωμεν άλλωστε: το αποτέλεσμα αυτών των εκλογών αποτέλεσε πολλαπλό σοκ και πρόκληση –πολιτική, οικονομική, ηθική. Η πρωτιά ενός ακροδεξιού, ανοιχτά ξενοφοβικού και αντιευρωπαϊκού κόμματος σε μια ιδρυτική χώρα δυνητικά ανοίγει τους ασκούς του Αιόλου, ακόμα κι αν, λόγω του εκλογικού συστήματος, ο αρχηγός του δεν καταφέρει να γίνει Πρωθυπουργός. Το κόμμα που κέρδισε είναι εξαιρετικά δύσκολο, σε μια χώρα με τέτοια δημοκρατική παράδοση, να μείνει εντελώς εκτός εξουσίας και, σε κάθε περίπτωση, και μόνο με την καθαρή εκλογική πρωτοκαθεδρία του έχει ήδη περάσει τις «ιδέες» του στο μεδούλι των θεσμών. Για μια ακόμη φορά συναντάμε την εγγενή αδυναμία -που συνιστά συγχρόνως απόδειξη μεγαλείου- της δημοκρατίας έναντι των εχθρών της: τους παρέχει όπλα να την πολεμήσουν, χωρίς να δικαιούται να χρησιμοποιήσει τα δικά τους όπλα.

Πιο πρακτικά, μετά το συγκεκριμένο αποτέλεσμα, η Ολλανδία και η Ένωση έχουν να λύσουν τρεις βασικούς γρίφους, που αποτελούν και αντίστοιχες απειλές.

Πρώτον, σε επίπεδο «κυβερνησιμότητας»: όχι απλώς τι είδους κυβέρνηση θα σχηματιστεί αλλά και τι επιρροή θα έχουν οι θέσεις του κόμματος που πρώτευσε. Τα νούμερα δεν βγαίνουν: με 36 έδρες, το «Κόμμα της Ελευθερίας» του Βίλντερς χρειάζεται τουλάχιστον άλλες τόσες –συμμετοχής ή ανοχής- ώστε να κυβερνήσει. Όμως και τα τρία «κεντρώα» κόμματα που έπονται δεν συγκεντρώνουν μαζί την απόλυτη πλειοψηφία (71 έδρες σε σύνολο 150), ενώ παράλληλα βρίσκονται σε μεγάλο εσωτερικό ανταγωνισμό. Το πιθανότερο σενάριο –κυβέρνηση με, αν όχι υπό, το κόμμα του Βίλντερς, χωρίς τον Βίλντερς- αντιστοιχεί ταυτόχρονα σε δημοκρατική ανταπόκριση -έτσι ψήφισε ο λαός- και δημοκρατική συνθηκολόγηση –θέσεις κατά της Ευρώπης, της μετανάστευσης, της διεθνούς συνεργασίας, της κλιματικής αλλαγής κλπ.

Το δεύτερο επίπεδο σχετίζεται με την επιρροή ενός τέτοιου αποτελέσματος και μιας πιθανής τέτοιας κυβέρνησης σε άλλες χώρες και σε ομοϊδεάτες του νικητή της κάλπης. Αυτό που καμία φορά ονομάζεται «φαινόμενο Μελόνι», δηλαδή η τάση μίμησης «επιτυχημένων», τουλάχιστον εκλογικά, ακροδεξιών ηγετών και η ενδυνάμωση αντίστοιχων τάσεων και προσώπων σε άλλες χώρες, μπορεί να προσλάβει θανάσιμες –σχεδόν κυριολεκτικά- διαστάσεις, ιδίως ενόψει των επερχόμενων ευρωεκλογών.

Γενικευμένη εκλογική ενδυνάμωση των ακροδεξιών και συγκρότηση μεγάλης και φωνακλάδικης ομάδας ευρωσκεπτικιστών στο επόμενο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο είναι δυο συμπληγάδες που απειλούν να συντρίψουν την πρόοδο ενότητας των τελευταίων ετών (αντιμετώπιση πανδημίας, προγράμματα ενίσχυσης και ανάκαμψης, κοινή στάση στον πόλεμο της Ουκρανίας, συζητήσεις για υπέρ της ενότητας θεσμικές αλλαγές).

Το τρίτο και κυριότερο μέτωπο έχει σχέση με τη θέση της Ολλανδίας ως χώρας εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φοβούμαι ότι, ως προς αυτό, το αποτέλεσμα προδιαγράφει μια αλλαγή ρόλου: ό,τι κυβέρνηση και να σχηματιστεί, είναι αδύνατο να συνεχίσει την πολιτική της τελευταίας κυβέρνησης Ρούτε, που απομακρύνθηκε από τις ακραία σφιχτές δημοσιονομικές θέσεις κι έπαιξε κρίσιμο ρόλο διαμεσολαβητή υπέρ μετριοπαθών αλλά σαφώς «ομοσπονδιακού» τύπου λύσεων. Με κύρια θέματα της προεκλογικής εκστρατείας, όχι την κατάσταση της οικονομίας, που απασχολεί την πλειονότητα των άλλων χωρών, αλλά τους μουσουλμάνους μετανάστες και την έλλειψη στέγης λόγω υπερπληθώρας φοιτητών –«πολυτελή» θέματα, που θα μπορούσαν να δείχνουν υψηλό επίπεδο ευημερίας και δημοκρατίας-, δεν μένει και πολύς χώρος για «πίστη στην Ευρώπη».

Ας πρόσεχε ο Ρούτε να μην πέσει σε σκάνδαλα κι ας όψονται οι καιροί που ωθούν σε λύσεις απελπισίας. Κι αυτό δυστυχώς δεν ισχύει μόνο για την Ολλανδία.