Από την πρώτη μέρα ανάληψης καθηκόντων από τον Πρόεδρο Μπάιντεν -άντε από τη δεύτερη, για να του δώσουμε την ευκαιρία να χωνέψει τα προς τιμήν του σχόλια, ύμνους και ποιήματα και να υπογράψει τα πρώτα διατάγματα/ξηλώματα του προκατόχου του- ήρθε στο προσκήνιο η οικοδόμηση μιας σχέσης Ευρωπαϊκής Ένωσης – ΗΠΑ σε νέες βάσεις. Αμοιβαία επωφελούς αλλά και χρήσιμης για όλη τη δημοκρατική ανθρωπότητα.

Η Ευρώπη είχε απομακρυνθεί, πολιτικά και ψυχικά, από τις ΗΠΑ του Τραμπ –κι αυτό αποτελεί σχήμα λιτότητας. Η ήττα του ανθρώπου που εξαγριώθηκε με τη Δανία όταν δεν του πούλησε τη Γροιλανδία και που θεωρούσε τον Πούτιν επιτομή του Ευρωπαίου ηγέτη δεν μπορεί παρά να διευκολύνει τα πράγματα και να ανοίξει νέους δρόμους. Ο σαφής «δυτικός» προσανατολισμός του νέου Προέδρου, καθώς και η επιλογή του Ευρώφιλου, και ειδικά Γαλλόφιλου, Άντονι Μπλίνκεν για τη θέση του Υπουργού Εξωτερικών, συμπίπτουν με την προσπάθεια στρατηγικού αναπροσανατολισμού της Ένωσης και συνιστούν πολλά υποσχόμενες εξελίξεις. Χωρίς αυτό να σημαίνει ότι σε όλα τα κρίσιμα μέτωπα η στόχευση είναι η ίδια από τις δυο πλευρές του Ατλαντικού και ότι η αρμονία -έστω, η συνέργεια- θα έλθει από μόνη της.

Υπάρχουν ορισμένα πεδία στα οποία οι συγκλίσεις είναι πιο εύκολες, σχεδόν φυσικές: διεθνής συνεργασία επί τη βάσει κοινών αξιών, κλιματική αλλαγή, μάχη κατά των ανισοτήτων, ίσως και στάση έναντι της Κίνας. Υπάρχουν και άλλα στα οποία υποφώσκει μια στρατηγική διαφοροποίηση, αν όχι σύγκρουση: ρόλος ΝΑΤΟ, σχέση δολαρίου-ευρώ, τεχνολογική πρωτοκαθεδρία, ίσως και σχέση οικονομικών «μοντέλων».

Από πλευράς Ευρώπης -γιατί αυτή μας ενδιαφέρει κυρίως- τα πράγματα είναι αρκετά σαφή αλλά όχι ακόμα λελυμένα. Η πανδημία, η συγκρότηση του μεγάλου και πρωτοπόρου Ταμείου Ανάκαμψης, τα ζητήματα δημοκρατίας που εντάθηκαν μαζί με την ίδια τη δημοκρατική υποχώρηση των ΗΠΑ (λαϊκισμός και αυταρχισμός εντός και εκτός συνόρων, μεταναστευτικές ροές, σιωπηρή εισδοχή στο πολιτικό και κοινωνικό σώμα στοιχείων της λεγόμενης 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης) -όλα αυτά έφεραν με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο το αίτημα για «πιο ισχυρή πολιτικά και διεθνώς Ευρώπη». Αίτημα που απέχει, όμως, αρκετά από το να αποτελεί θέσφατο ή αποδεκτό από όλα τα κράτη-μέλη προσανατολισμό. Πιο καθαρή και πειστική υπέρμαχος αυτής της τάσης είναι η Γαλλία, ή μάλλον ο Πρόεδρός της Μακρόν, ενώ στο αντίπαλο «στρατόπεδο» βρίσκεται -αθόρυβα μέχρι να αποχωρήσει η καγκελάριος Μέρκελ και ίσως πιο έντονα στη συνέχεια- η Γερμανία, καθώς και οι χώρες που είτε συνηθίζουν να την ακολουθούν, είτε εξαρχής δυσπιστούν έναντι μεγάλων κινήσεων και στρατηγικών «οραμάτων» -και δεν είναι λίγες. Το πρώτο ξεκαθάρισμα θα γίνει, συνεπώς, στο εσωτερικό της Ένωσης και θα είναι αφενός σταδιακό και αφετέρου συνδεόμενο με τις εξελίξεις σε τρία ιδίως μέτωπα: την εξέλιξη της πανδημίας και της οικονομίας, το κάθισμα του κουρνιαχτού από την αποχώρηση της Βρετανίας και τις πρωτοβουλίες της αμερικανικής διπλωματίας.

Στην πρώτη «δομική» προτεραιότητα, την κλιματική αλλαγή, η διακυβέρνηση Μπάιντεν έδειξε ήδη τις προθέσεις της, όχι μόνο με την επιστροφή στη Συμφωνία του Παρισιού αλλά και με την εξαγγελία ανάληψης πρωτοβουλιών μαζί με την Ευρωπαϊκή Ένωση. Το χάιδεμα αυταρχικών, δικτατόρων ή και απλώς καιροσκόπων φαίνεται επίσης, από τις πρώτες ημέρες, ότι τελειώνει και ότι οι αξίες του κράτους δικαίου και της διεθνούς συνεργασίας θα ξαναπάρουν τη θέση που τους αξίζει και θα συν-υποστηρίζονται από τους δυο ισχυρούς πόλους της «Δύσης».

Ένα είδος «κοινωνικού κράτους» μέσα από την οικονομική ανάκαμψη μοιάζει να είναι στα σχέδια του Μπάιντεν, κάτι που ίσως προοιωνίζει και ανασυγκρότηση, ή διαμόρφωση νέων, διεθνών δομών, μηχανισμών και διαύλων συνεννόησης.

Έναντι της Κίνας, νοούμενης συγχρόνως ως πραγματικότητας, απειλής και μυστηρίου, μένει να φανεί αν θα υπερισχύσει η οπτική του νέου Αμερικανού Υπουργού Εξωτερικών, που υπολογίζει το κοινό «βάρος» ΗΠΑ και ΕΕ στο 60% του παγκόσμιου ΑΕΠ, κάτι που θα «καθιστά πολύ πιο δύσκολο για την Κίνα να το αγνοήσει».

Υπάρχουν όμως και «γκρίζες ζώνες», για τις οποίες μόνη λύση είναι η ειλικρίνεια, η συνεννόηση και η συγκρότηση κοινά αποδεκτών προοπτικών. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή δημοσίευσε την προηγούμενη εβδομάδα μια έκθεση για ενίσχυση της διεθνούς επιρροής του ευρώ -δεν θα πρέπει να οδηγήσει σε σύγκρουση με το δολάριο. Η πρόσφατη -ορθή- ευρωπαϊκή πρωτοβουλία για ρυθμίσεις στο αχανές πεδίο των τεχνολογικών γιγάντων, που προέρχονται όλοι από την Αμερική, και η ώθηση -δεν την ακούμε πρώτη φορά- ενός «ευρωπαίου πρωταθλητή», θα κερδίσουν σε αποτελεσματικότητα αν δεν πάρουν χαρακτηριστικά εμπορικού πολέμου με τις ΗΠΑ. Υπαρκτές και σαφείς διαφορές στο οικονομικό μοντέλο -χρηματοοικονομικός καπιταλισμός στις ΗΠΑ, στηριγμένος στις τράπεζες και στις μικρομεσαίες επιχειρήσεις στην Ευρώπη-, στις γεωπολιτικές αντιλήψεις -Αφρική και Λατινική Αμερική πιο κοντινές για την Ευρώπη, Ασία και αναδυόμενες χώρες για τις ΗΠΑ-, στο αμυντικό/στρατιωτικό σκέλος -διαιώνιση ενός ΝΑΤΟ κομμένου και ραμμένου στα μέτρα της Αμερικής και του Ψυχρού Πολέμου ή μια πιο εταιρική σχέση με μεγαλύτερο ρόλο για την Ένωση;-, ακόμα και στις ιδεολογικό-πολιτικές προσλήψεις -ισότητα και πολιτισμός στην Ευρώπη, ελευθερία και μερκαντιλισμός στις ΗΠΑ-, μπορούν να γίνουν ζωογόνες μέσα από το διάλογο και, γιατί όχι, τη φιλία λαών ιστορικά αλλά και αταβιστικά συγγενών.

Μεγάλη, αλλά εφικτή και ενδιαφέρουσα πρόκληση. Που απαιτεί δυο χορευτές που όχι μόνο να θέλουν αλλά και να μπορούν.

*Ο Κώστας Μποτόπουλος είναι Συνταγματολόγος, πρ. Πρόεδρος της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς, πρ. Ευρωβουλευτής