Κάποιοι φαίνεται πως χρειάζονταν ένα καταλυτικό γεγονός, όπως αυτό της πολιορκίας και εισβολής στο Καπιτώλιο, για να «λυθούν» και να αρχίσουν την κατεδάφιση. Εξεπλάγησαν από το ακραίο του πράγματος και αντέδρασαν. Η εύλογη απορία όμως είναι γιατί άργησαν τόσο;

Μήπως δεν είχαν υπάρξει παραπάνω από επαρκή δείγματα για το ποιόν (πολιτικό και όχι μόνο) του απερχόμενου Προέδρου, καθόλη τη διάρκεια της θητείας του, ακόμη και από την πολύχρονη πορεία του στα δημόσια πράγματα των ΗΠΑ; Φυσικά και υπήρχαν. Για την ακρίβεια, για ένα γενικό μα καθόλου ανακριβές συμπέρασμα, δεν χρειάζονται περισπούδαστες αναλύσεις. Θα αρκούσαν μία-δύο δηλώσεις του. Το ύφος και το περιεχόμενό τους. Το παιδιάστικο λεξιλόγιο και η απλοϊκή προσέγγιση κάθε θέματος, κάθε προσώπου και προβλήματος. Ο μανιχαϊστικός διαχωρισμός «καλό-κακό». Ό,τι μας αρέσει και είναι προς το συμφέρον μας «καλό» (με όλα τα σχετικά επίθετα υπερβολής), ό,τι δεν μας εξυπηρετεί «κακό».

Τι να σταχυολογήσουμε από όλη αυτήν την πορεία που, αν μη τι άλλο έβγαλε τις ΗΠΑ από τις ράγες μιας πολιτικής «εντός πλαισίου», με ειρμό και διεθνή διασύνδεση και την εισήγαγε σε μία αλλοπρόσαλλη καθημερινότητα, με επικίνδυνες δόσεις αυθαιρεσίας, αυτοσχεδιασμού και απομονωτισμου; Την έξοδο των ΗΠΑ από τη Συμφωνία για το Περιβάλλον; Το μποϊκοτάρισμα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας; Την υποβάθμιση του ΝΑΤΟ και της σημασίας που είχε για τις ΗΠΑ και τους Συμμάχους της από τον ΄Β Παγκόσμιο Πόλεμο και πέρα; Τον αιφνιδιασμό συμμαχικών χωρών από την αλλαγή στάσης και πολιτικής;

Την ενίσχυση θεωριών συνωμοσίας και τη συνεχή υποτίμηση της επιστήμης και των πορισμάτων της; Τις θέσεις του για κοινωνικά ζητήματα, όπως τη θέση της γυναίκας ή το μέγα θέμα του φυλετικού ρατσισμού; Την άσκηση πολιτικής μέσω twitter και το συνεχές άδειασμα συνεργατών; Τον υποβιβασμό της πανδημίας ως απειλής με αποτέλεσμα την απώλεια ελέγχου στη χώρα του και τέλος την ασέβεια προς τους θεσμούς και την άρνηση αποδοχής του αποτελέσματος των εκλογών; Χωρίς φυσικά να αναφέρουμε το εν γένει ύφος και την αισθητική που διαπερνούσε κάθε δημόσια παρουσία και κάθε παρέμβαση.

Όλα αυτά ήταν φανερά διά γυμνού οφθαλμού. Όποιος είχε στοιχειώδη κριτική ματιά και ικανότητα, μπορούσε να τα διακρίνει. Και πολλοί το έκαναν, ιδίως εκτός της χώρας του. Εξίσου πολλοί όμως δεν το είχαν κάνει, για διάφορους λόγους. Λίγοι εξ αυτών στηρίχτηκαν σε ορθολογικά επιχειρήματα. Σε καθαρή πολιτική ανάλυση, π.χ. με βάση κάποια επιτυχημένα αποτελέσματα στην οικονομία. Οι πιο πολλοί υπέκυψαν σε μια ιδιότυπη γοητεία, ίδιον όλων των ιστορικών λαϊκιστών και δημαγωγών.

Διεγείροντας ένα συναισθηματικό υπόβαθρο, κατόρθωσε να συνεπάρει και να εμπνεύσει ευρύτερες μάζες. Με τη γνωστή, διαχρονική συνταγή: «Υπάρχουν οι πολλοί, που εργάζονται σκληρά αλλά δεν καρπώνονται όσα δικαιούνται. Και κάποιοι λίγοι, που εργάζονται στο σκοτάδι και λυμαίνονται τους λοιπούς. Για όλα τα δεινά, φταίνε αυτοί οι λίγοι. Και το θέμα είναι πως εκείνος, ο Ηγέτης, γνωρίζει ποιοι είναι αυτοί και ξέρει τον τρόπο με τον οποίο θα τους νικήσει και θα αποδώσει το όφελος στους πολλούς που τον εξέλεξαν». Και βέβαια ο τρόπος και οι «λύσεις» σε κάθε θέμα, είναι κάτι το απλό. Μη φανταστείτε αναλύσεις και προσεγγίσεις και στρατηγικές. Όχι. Απλά πράγματα, ενταγμένα και αυτά στο δίπολο “good/bad”.

Αυτά, σε συνδυασμό με μια προβολή ισχύος και κύρους που προκύπτουν από την οικονομική ισχύ, αρκούσαν για να δημιουργηθεί η όποια «αχλύ» του ηγέτη που ήρθε να ανατρέψει το κατεστημένο. Ήδη τεράστια επιτυχία του, την ώρα που για δεκαετίες ο ίδιος εκπροσώπησε την ελίτ της οικονομικής ισχύος των ΗΠΑ. Νέος στην πολιτική σκηνή, όχι όμως και στη δημόσια σκηνή. Προς τι λοιπόν όλη αυτή η έκπληξη;

Είναι αλήθεια πως οι εικόνες έξω από το Καπιτώλιο προκάλεσαν τα αντανακλαστικά μεγάλου μέρους της κοινωνίας. Και στελεχών των Ρεπουμπλικανών, που με την ανοχή τους συνετέλεσαν αποφασιστικά στην άλωση του κόμματός τους από τον Τραμπισμό. Κι όσο και αν δεν είχαμε πραγματικά όσα υπερβολικά λέχθηκαν (ναι, δεν είχαμε τυπική απόπειρα πραξικοπήματος, ούτε επικείμενη έναρξη εμφυλίου), δεν παύουν όμως να είναι πρωτοφανή. Σε ζωντανή σύνδεση, ο πλανήτης είδε γεγονότα που δεν περίμενε στην έως χθες «ατσαλάκωτη» πρωτεύουσα της ισχυρότερης χώρας. Αυτής που θέλει να επιβάλει τους όρους διεξαωγωγής του παιχνιδιού, σε κάθε γωνιά της γης και κάνει παρατηρήσεις για θεσμικές παρατυπίες κλπ.

Σε αυτή τη χώρα, είδαμε βαμμένους κερασφόρους να εισβάλλουν στο Καπιτώλιο, αλλόφρονες οπλοφόρους να φωτογραφίζονται στα γραφεία των αιρετών και τον… Μπάτμαν να περιφέρεται στους καπνούς, επιβλέποντας. Σουρεαλιστικές σκηνές, με τραγικό αποκορύφωμα τους 5 νεκρούς, για τους οποίους ο “εμπρηστής” Πρόεδρος δεν βρήκε μία λέξη. Η παρομοίωση με τα δικά μας θα μπορούσε να γίνει με τη Χρυσή Αυγή. Επίσης με σαφή δείγματα γραφής, μεσουράνησε για κάποια χρόνια. Χρειάστηκε όμως μία εγκληματική της επιλογή, η δολοφονία του Π. Φύσσα, για να φανεί πόσο είχε περάσει κάθε όριο και να «ξεφουσκώσει» σε λίγες στιγμές.

Το ίδιο συνέβη με τον Πρόεδρο. Από πολύ πιθανός νικητής των τελευταίων εκλογών, λόγω αστοχιών βρέθηκε να τις χάνει καθαρά. Και αντί να τιμήσει την παράδοση των ΗΠΑ και να σεβαστεί θεσμούς και διαδικασία, προέβη σε άνευ προηγουμένου επίθεση. Ακόμα και εναντίον σεβαστών μελών του κόμματός του, που αρνήθηκαν να του βρουν τις ψήφους που έψαχνε. Δίχασε, απομάκρυνε και αηδίασε κόσμο. Και όλα αυτά τον κατέστησαν απόβλητο του συστήματος, κάτι που αποδεικνύουν πολλά στοιχεία, ακόμα και… η ματαίωση τουρνουά γκολφ σε γήπεδό του. Τώρα, όλοι, ακόμα και η κόρη του που θα παραστεί στην ορκομωσία Μπάιντεν, δεν θέλουν παρτίδες μαζί του.

Ο Μίδας που ό,τι έπιανε γινόταν χρυσός, τώρα κινδυνεύει να περιβάλλεται μόνο από κάρβουνο. Και ας του απέμειναν αρκετοί οπαδοί. Το μέλλον του δεν προμηνύεται λαμπρό. Αρκεί, όλες οι υπερβολικές αντιδράσεις που ακολούθησαν, να μην του δώσουν καύσιμο, εκεί που δεν έχει. Λογική η θεσμική αντίδραση ενός συστήματος που βάναυσα προκλήθηκε. Μία εβδομάδα όμως πριν την αλλαγη εποχής, αμφίβολη η σκοπιμότητα όλων αυτών των διαδικασιών καθαίρεσης. Κουράζουν και μπερδεύουν τον κόσμο, με την πολυπλοκότητα των διαδικασιών. Αν ήθελαν, ας το είχαν κάνει. Και αν θέλουν τώρα, ας απλουστεύσουν λίγο τους απαρχαιωμένους θεσμούς τους και ας ενισχύσουν την αντιπροσωπευτικότητα της Δημοκρατίας τους. Το ίδιο και οι εκ των υστέρων αντίδραση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, που αδειάζουν τον έως χθες καλύτερο πελάτη τους. Ιδιώτες μεν, μπορούμε να συζητήσουμε τα όρια του δικαιώματός τους. Να δούμε όμως και το πότε, το πώς, το γιατί.

Ο Πρόεδρος Μπάιντεν, αναλαμβάνει πολύ δύσκολο έργο. Πέρα από τα πολλά τεχνικά ζητήματα και την τεράστια οικονομική κρίση, πρέπει να καταβάλει κάθε προσπάθεια να ενώσει μία χώρα διαιρεμένη όσο ποτέ. Προφανώς, για υπαρκτούς λόγους και πάνω σε αληθινά προβλήματα που δεν μπορούν άλλο να αγνοούνται. Όλες οι συμπεριφορές των λαών, πάντα μπορούν να εξηγηθούν. Αρκεί οι ηγεσίες τους να θέλουν και να μπορούν να συλλάβουν τα μηνύματα των καιρών. Αν όχι, πάντα οι επιτήδειοι καραδοκούν. Στα αφτιά μας ηχεί ο παντός καιρού Όλι Ρεν: «Καλό κουράγιο».

*Ο Νίκος Κασκαβέλης είναι δικηγόρος (ΜΔΕ, MSc)