Η ανάκτηση μετά από πολλά δύσκολα και πέτρινα χρόνια, της επενδυτικής βαθμίδας, ήταν το ιερό δισκοπότηρο για την ανάπτυξη της οικονομίας και την προσέλκυση ξένων επενδύσεων. Και όντως το πετύχαμε αλλά πέρασε σχεδόν απαρατήρητο το γεγονός, καθώς ο ορυμαγδός των γεγονότων τόσο εσωτερικά (καταστροφές, απανωτές εκλογές), αλλά και ο πρόσφατος πόλεμος στο Ισραήλ, μας προκάλεσαν ένα vertigo. Όχι μόνο δεν προλάβαμε να το «πανηγυρίσουμε», αλλά δεν είδαμε καν κάποια επίδραση ούτε καν στο Χρηματιστήριο. Όσο δε για εισροή κεφαλαίων από θεσμικά funds και νέες άμεσες ξένες επενδύσεις δεν μπορεί κανείς να ισχυριστεί πως είδαμε κάτι θεαματικό. Όχι πως αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν με το πάτημα κάποιου κουμπιού, αλλά είναι γεγονός πως στον τομέα αυτόν παρατηρείται μια «κοιλιά» τους τελευταίους μήνες, σε αντίθεση με την προηγούμενη θητεία της κυβέρνησης.

Δεν ξέρω αν αυτό είναι λογικό και προσωρινό ή αν βρίσκονται στο στάδιο της ωρίμανσης κάποια projects και θα τα μάθουμε στη συνέχεια. Στον αντίποδα, υπάρχει μια έντονη κινητικότητα από εγχώριες επιχειρήσεις που σπεύδουν να εκμεταλλευτούν τα διάφορα προγράμματα τόσο του Ταμείου Ανάκαμψης όσο και του ΕΣΠΑ.

Αυτό όμως είναι το εύκολο κομμάτι στις επενδύσεις γιατί η κυβέρνηση, ως διαχειρίστρια των ευρωπαϊκών κονδυλίων, μοιράζει χρήμα. Και μιλάμε για πολύ χρήμα που πέφτει στη χώρα και θα πέφτει για μερικά χρόνια ακόμα. Όμως αυτά τα κονδύλια κι αυτές οι επιδοτήσεις επενδύσεων δεν θα υπάρχουν για πάντα. Κάποια στιγμή τελειώνουν και αλίμονο αν δεν τα εκμεταλλευτούμε σωστά ώστε να αναπτύξουμε ένα φιλοεπενδυτικό περιβάλλον και δεν εκσυγχρονίσουμε τις κρατικές υποδομές, δε άρουμε τις γραφειοκρατικές και δικαστικές αγκυλώσεις έτσι ώστε οι ξένες επενδύσεις να μη σκαλώνουν και να γίνουμε η προτιμητέα χώρα ανάμεσα στις ανταγωνίστριες της ευρύτερης γεωγραφικής περιοχής.

Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από τις επενδύσεις και τον νέο πλούτο που δυνητικά μπορούν να συνεισφέρουν στο ΑΕΠ της χώρας. Ας μην το ξεχνάμε πως αρχή των πάντων για την ευημερία, είναι η διαρκής αύξηση του ΑΕΠ και ει δυνατόν με μόνιμους και σταθερούς μηχανισμούς παραγωγής πλούτου.

Μέσω της διαρκούς ανάπτυξης μειώνεται το εξωτερικό χρέος της χώρας, αυξάνεται η φορολογητέα ύλη, δημιουργούνται νέες θέσεις εργασίας και βελτιώνονται οι μισθοί και το βιοτικό επίπεδο, αλλά ενισχύονται και τα δημοσιονομικά περιθώρια για άσκηση κοινωνικής πολιτικής. Επομένως, όλο το βάρος του οικονομικού επιτελείου πρέπει να πέσει σε δράσεις προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. Προφανώς και δεν είναι μια εύκολη υπόθεση, αλλά αν γίνει πρωταρχικός στόχος τα θετικά αποτελέσματα δεν θα αργήσουν να φανούν. Είναι κανόνας άλλωστε η μια πετυχημένη επένδυση να προσελκύει κι άλλες. Δείτε τι έγινε την περασμένη τετραετία με τους ξένους κολοσσούς που ήρθαν και επένδυσαν στον τομέα των νέων τεχνολογιών, των ψηφιακών μέσων, στα κέντρα τεχνολογίας και υπηρεσιών clouds.

Οι προοπτικές είναι πολύ καλές και η κυβέρνηση οφείλει κάθε στιγμή να επεξεργάζεται την οιαδήποτε πρόταση με διαδικασίες γρήγορες και απλές και να βοηθά σε κάθε βήμα τον υποψήφιο επενδυτή, παρακάμπτοντας ή προσπερνώντας τα διάφορα εμπόδια και καθυστερήσεις που δημιουργούν οι πεπερασμένες αντιλήψεις κάποιων που, κρατώντας μια «σφραγίδα» ή κάποια δικαστική απόφαση, θεωρούν πως αυτοί είναι οι σταθμάρχες κάθε επενδυτικής προσπάθειας.

Ναι στη διαφάνεια και την τήρηση της υφιστάμενης νομοθεσίας και των κανόνων του κράτους δικαίου, αλλά όλα αυτά να γίνονται με ταχύτητα, ακόμα και για κάποιες υπηρεσίες όπως η αρχαιολογική ή τα δικαστήρια που επιτέλους είναι καιρός να αντιληφθούν το μερίδιο ευθύνης που φέρουν στην ευημερία και την ανάπτυξη όλης της κοινωνίας.

Το momentum για την ελληνική οικονομία είναι καλύτερο από κάθε φορά και θα είναι κρίμα να μην τα καταφέρουμε ούτε τώρα και παρά τα όσα έχουμε υποστεί ως πολίτες στη διάρκεια της υπερδεκαετούς κρίσης. Όλοι συμφωνούν πως δεν είμαστε πλέον το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης και μας παρουσιάζουν σαν θετικό παράδειγμα ανάκαμψης και επιτυχίας. Έχουμε χρέος αυτή την ανάκτηση της εμπιστοσύνης και του rebranding της εικόνας της Ελλάδας να την ενισχύουμε συνεχώς, γιατί ο αγώνας δεν είναι 100 μέτρων αλλά Μαραθώνιος.