Μακριά από το φως των προβολέων, σχεδόν στα κρυφά, η πανδημία αγγίζει και, ίσως, απειλεί ένα από τα μεγαλύτερα επιτεύγματα της ευρωπαϊκής ενοποίησης: την ελεύθερη και χωρίς διατυπώσεις κυκλοφορία εντός της Ένωσης, όπως έχει συγκροτηθεί από τη «Συμφωνία του Σένγκεν», η οποία αποτελεί, από το 1999 και την ένταξή της στη Συνθήκη της Άμστερνταμ, μέρος του «ενωσιακού κεκτημένου».

Η πολιτική επιλογή των ανοιχτών εσωτερικών συνόρων έλαβε νομική υπόσταση με τη Συμφωνία του 1985, που πήρε το όνομα της από το λουξεμβουργιανό χωριό στο οποίο υπογράφηκε από 5, όλες ιδρυτικές της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, χώρες: τις δυο μεγάλες -Γερμανία, Γαλλία- και τις τρεις «Μπενελούξ» -Ολλανδία, Βέλγιο, Λουξεμβούργο. Η ουσιαστική, πάντως, κατάργηση των συνοριακών ελέγχων άρχισε το 1995, με τη συμφωνία επτά χωρών: των 5 πρωτοπόρων και της Ισπανίας-Πορτογαλίας. Ακολούθησαν κύματα προσθηκών – η Ελλάδα προσχώρησε στη Συνθήκη το 1992 και στη «ζώνη του Σένγκεν» το 2000– για να φτάσουμε στο σημερινό αριθμό των 26 κρατών: 22 της Ευρωπαϊκής Ένωσης (όλες πλην Ιρλανδίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας, Κροατίας, Κύπρου) και 4 επιπλέον: Ισλανδία, Νορβηγία, Ελβετία, Λιχτενστάιν (τελευταία ως τώρα προσθήκη, το 2008).

Εκτός από την έλλειψη ελέγχου επισκεπτών προερχόμενων από άλλες χώρες της ζώνης, το πλαίσιο του Σένγκεν εγγυάται κοινούς κανόνες για τον έλεγχο προερχομένων από τρίτες χώρες, για τις συνθήκες παραμονής έως 90 ημέρες σε κάθε χώρα της ζώνης και θέτει σε λειτουργία ένα σύνθετο αλλά απόλυτα λειτουργικό καθεστώς αστυνομικής, δικαστικής προστασίας και ανταλλαγής πληροφοριών μεταξύ των μελών. Δεν θα ήταν υπερβολή να ειπωθεί ότι, μαζί με το πρόγραμμα «Έρασμος» για τις ανταλλαγές φοιτητών, το «Σένγκεν» αποτελεί το πιο πρακτικό και απτό επίτευγμα μιας ενωμένης Ευρώπης που, σε πολλά άλλα μέτωπα, έχει κατηγορηθεί, και όχι άδικα, ότι είναι θεωρητική, απόμακρη και γραφειοκρατική.

Αυτό το επίτευγμα, το οποίο αντανακλά στους πολίτες και στο οποίο πιστεύουν οι πολίτες, δέχεται πλήγματα λόγω της πανδημίας. Σήμερα που μιλάμε, και με διάρκεια που κυμαίνεται από τα τέλη Φεβρουαρίου έως τον Μάιο, 9 χώρες έχουν επανεισαγάγει ελέγχους πολιτών από άλλες χώρες της ζώνης στα σύνορά τους: Γερμανία, Πορτογαλία, Ισπανία, Αυστρία, Βέλγιο, Ουγγαρία, Φινλανδία, Δανία και Νορβηγία. Το μέτρο δεν είναι παράνομο, καθώς η Συνθήκη του Σένγκεν το προβλέπει, σε περιπτώσεις «σοβαρής απειλής δημόσιας τάξης ή εσωτερικής ασφάλειας», αλλά μονάχα ως «ύστατο μέτρο», για τον «λιγότερο δυνατό χρόνο» και με «σεβασμό της αρχής της αναλογικότητας». Οι νομικοί κανόνες κρίνονται θεωρητικά από τα δικαστήρια, στην ουσία όμως εδώ εγκαθιδρύεται εθνικό προνόμιο.

Ναι, η πανδημία συνιστά κατά κυριολεξία έκτακτη περίσταση και κίνδυνο. Ναι, δεν είναι η πρώτη φορά που συμβαίνει τέτοιου είδους περιορισμός: εγκαθίδρυση ελέγχων είχαμε και σε περιπτώσεις έξαρσης του τρομοκρατικού φαινομένου, στην πρώτη δεκαετία του αιώνα, και με αφορμή τις μεταναστευτικές-προσφυγικές ροές (2015-2026, σε βάρος, μπορεί να πει κανείς, της χώρας μας και της Ιταλίας) και στην πρώτη φάση της πανδημίας, τον περασμένο Μάρτιο, όταν η Ένωση έκλεισε τα σύνορά της και προς τα έξω και μεταξύ των κρατών-μελών. Η σημερινή κατάσταση, ωστόσο, παρουσιάζει αρκετές ιδιαιτερότητες: είναι η δεύτερη «εξαιρετική» εφαρμογή για το ίδιο ζήτημα, συμβαίνει ακριβώς την περίοδο κατά την οποία επιχειρείται κοινή αντιμετώπιση της πανδημίας, και με οικονομικά μέτρα (Ταμείο Ανάκαμψης) και στο πεδίο των εμβολιασμών, ενώ και η πρακτική της χρησιμότητα είναι μάλλον περιορισμένη: ο έλεγχος στα σύνορα «κλείνει έξω τον ιό» πολύ λιγότερο από ένα κοινό πιστοποιητικό. Επίσης, ο σχεδόν μυστικός, ή, ακόμα χειρότερα, «μπανάλ», τρόπος με τον οποίο κλείνουν τα σύνορα (δεν θα βρείτε πρόσφατο ρεπορτάζ σε κανένα ευρωπαϊκό μέσο, θα πρέπει να καταφύγετε στους New York Times), κάτι δείχνει για την πολιτική κατάσταση της Ένωσης.

Θα αναρωτηθεί ευλόγως κάποιος: μα αφού αποτελεί, όπως είπες παραπάνω, εθνικό προνόμιο, τι θα μπορούσε να κάνει, και γιατί «φταίει», η Ένωση; Η απάντηση, όπως και η κατάσταση, δεν είναι απλή. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει εγκαίρως δηλώσει, μέσω του Αντιπροέδρου Μαργαρίτη Σχοινά, ότι δεν θα δεχτεί διακρίσεις σε βάρος κρατών, μέσω «πολλών μικρών Σένγκεν», δηλαδή α-λα-καρτ συμφωνιών μεταξύ γειτονικών χωρών σε βάρος του όλου πλαισίου του Σένγκεν. Αρκετοί πολιτικοί, ιδίως εντός του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, έχουν υπογραμμίσει ότι το Σένγκεν δεν είναι πολυτέλεια αλλά πραγματικότητα (κοντά στο 30% του πληθυσμού της Ένωσης ζει ή εργάζεται σε δύο ή περισσότερες χώρες) και ότι γενικές ή διαρκείς εξαιρέσεις είναι παράνομες.

Ωστόσο, αρκετά κράτη ακολουθούν το γερμανικό παράδειγμα: κλείνομαι, κυρίως για να καθησυχάσω την εθνική κοινή γνώμη, αντί να προσπαθήσω να εξηγήσω και να πείσω. Για να είμαστε δίκαιοι, δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι οι ευρωπαϊκές κοινωνίες θα ήταν ευεπίφορες σε εκκλήσεις λογικής ή ότι ενδιαφέρονται ιδιαίτερα, εν μέσω πανδημίας, για τους πολιτικούς συμβολισμούς ορισμένων μέτρων. Ωστόσο η παιδαγωγική και υπερεθνική προσπάθεια, ιδίως από τις μεγάλες χώρες, θα άξιζε τον κόπο και θα διέθετε ισχυρό πολιτικό συμβολισμό. Πόσο μάλλον που και το Σένγκεν είναι από μόνο του ένα μεγάλο σύμβολο – επιτυχίας αλλά και των κινδύνων της.