Οι δυσκολίες ήταν γνωστές από την αρχή -κυρίως η διάσταση ανάμεσα στις καλές προθέσεις και την υλοποίηση-, αλλά σχεδόν κανείς δεν περίμενε αυτή την εξέλιξη στο τέλος της θητείας: το «Πράσινο Σύμφωνο» της Ευρωπαϊκής Ένωσης ξεκίνησε ως ανάγκη για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, χρησιμοποιήθηκε ως μέτρο-φάρος αυτής της Επιτροπής και ιδίως της Προέδρου της και βρίσκεται, λίγους μήνες πριν από τις ευρωεκλογές, να παλεύει, χωρίς πολλές ελπίδες, για τη νομοθετική και κυρίως την υπαρξιακή του επιβίωση.

Η Ένωση και οι χώρες της φτάνουν στις ευρωεκλογές μέσα σε συμπληγάδες. Η οικονομική στασιμότητα και γεωπολιτική αβεβαιότητα θέτουν μπροστά από το κοντινό μέλλον –το νέο «πράσινο» αναπτυξιακό παράδειγμα- το αδήριτο παρόν– τη διάσωση κλάδων ολόκληρων της οικονομίας και της κοινωνίας. Προσθέτουν αέρα στα πανιά των αντιπάλων της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που είναι συγχρόνως και πολέμιοι της «πράσινης ανάπτυξης», καθιστώντας έτσι πολύ πιο δυσχερείς, σχεδόν απαγορευτικές, τις οικονομικές, ψυχολογικές και πολιτικές συνθήκες για μια τόσο βαθιά αλλαγή. Χωρίς οι λόγοι για την αλλαγή να έχουν πάψει να υπάρχουν ή έχουν καταστεί λιγότερο επείγοντες. Το αντίθετο: μαζί με τις δυσκολίες αντιμετώπισης της, έχει αυξηθεί, μπροστά τα μάτια μας, η ταχύτητα και η επικινδυνότητα της κλιματικής αλλαγής.

Υπό τα πολλαπλά πλήγματα που δέχεται από τους αγρότες, από τους βιομήχανους, από κυβερνήσεις, από βροντερά τμήματα της κοινής γνώμης, από πολλούς εκπροσώπους της μεγαλύτερης πολιτικής οικογένειας της Ευρώπης, αλλά και εκ των έσω –από ορισμένα μέλη της Επιτροπής, καθώς και από το ίδιο το πολύ σφιχτό καλεντάρι που έχει δρομολογηθεί-, το «Πράσινο Σύμφωνο» όχι μόνο έχει πάψει να αποτελεί θέσφατο αλλά και αμφισβητείται, θεωρητικά και κυρίως πρακτικά. Οι αιτιάσεις έχουν, σχεδόν όλες, επαφή με την πραγματικότητα και με τη λογική. Οι αγρότες δεν είναι ούτε ορθό ούτε δίκαιο να υποστούν ποιοτική συρρίκνωση του εισοδήματος και του επιπέδου ζωής τους. Οι βιομήχανοι μετέχουν, με ιδιαίτερη ένταση σε περιόδους κρίσεις, στην ανόρθωση της οικονομίας και τη στήριξη της απασχόλησης, άρα χρειάζονται και αυτοί στήριξη για να μη βουλιάξουν. Η κοινή γνώμη, ιδίως σε χώρες που ταλαιπωρήθηκαν κατά την προηγούμενη κρίση, δεν είναι διατεθειμένη να ξαναδιαβεί την έρημο. Τα κόμματα της ευρωπαϊκής Δεξιάς δεν διαθέτουν την πολυτέλεια να αποξενώσουν επαγγελματικά και κοινωνικά στρώματα που παραδοσιακά τους ψηφίζουν –και στις πρώτες γραμμές των οποίων ανήκουν οι αγρότες και οι βιομήχανοι, που σήμερα εξεγείρονται. Τα χρονοδιαγράμματα είναι πράγματι ασφυκτικά, σχεδόν ανεφάρμοστα: το 2030 η Ένωση έχει δεσμευθεί ότι θα μειώσει τις εκπομπές αερίων κατά 55%, το 2040 κατά 90% και το 2050 ότι θα έχει φτάσει σε μηδενικές εκπομπές. Ήδη, όπως είχαν τα πράγματα, οι στόχοι αυτοί έμοιαζαν χαμένοι, με την παραμικρή καθυστέρηση ή πισωγύρισμα οι διεθνείς συμφωνίες στις οποίες πρωτοστάτησε η Ευρωπαϊκή Ένωση -αρχικά στο Παρίσι και ξανά πέρσι- θα καταστούν ανενεργοί.

Αυτό το γνωρίζει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, η οποία και για πολιτικούς λόγους -θα σήμαινε παραδοχή γενικής αποτυχίας– δεν μπορεί να δεχτεί οπισθοχωρήσεις στα συμφωνημένα. Οι ρόλοι μοιάζουν να έχουν μοιραστεί: η κυρία φον ντερ Λάιεν, που εποφθαλμιά μια νέα θητεία, δηλώνει ότι καταλαβαίνει τις αντιδράσεις και ότι προτίθεται να ανοίξει «διάλογο» με τους αγρότες που διαδηλώνουν, τους επιχειρηματίες που διαμαρτύρονται, τους δεξιούς ψηφοφόρους που απειλούν με αποσκίρτηση ή απειλή. Ο Επίτροπος Περιβάλλοντος Χούκστρα, υπερασπίζεται πιο σθεναρά τις θέσεις αρχής: η μείωση της προσπάθειας εφαρμογής του «Πράσινου Συμφώνου» δεν είναι ούτε νομικά εφικτή, ούτε οικονομικά αποτελεσματική, ούτε πολιτικά συμφέρουσα. Εξάλλου, πολλά μέτρα έχουν ήδη ψηφιστεί εντός των 50 και παραπάνω σχετικών νομοθετημάτων που πέρασαν σε αυτήν τη θητεία: φόρος άνθρακα, σταμάτημα παραγωγής αυτοκινήτων με θερμικό κινητήρα, αλλαγή ενεργειακού μίγματος, μείωση εισαγωγών «βρώμικων» προϊόντων, ενίσχυση ανανεώσιμων πηγών ενέργειας, απαγόρευση καταστροφής ή εκμετάλλευσης δασών και πολλά άλλα.

Στην πράξη, ο αγώνας περιστρέφεται γύρω από δυο άξονες. Τον πολιτικό-ψυχολογικό: οι ηγέτες, και κυρίως αυτοί που κινδυνεύουν να πληρώσουν το εκλογικό μάρμαρο, θα θελήσουν, και θα μπορέσουν, να πείσουν τους λαούς ότι ένα πρόβλημα ανισότητας δεν διορθώνεται δημιουργώντας συνθήκες για μια παγκόσμια καταστροφή; Και τον οικονομικό-αριθμητικό: από πού να βρεθούν και, κυρίως, πώς να αντικατασταθούν χαμένοι πόροι, σε περιβάλλον αν όχι ανέχειας, πάντως μη ανάπτυξης. Και με τις εκλογές να προσφέρονται για εκμετάλλευση από τους κοντόθωρους και τους λαϊκιστές. Ο ευρών (την απάντηση) αμοιφθήσεται (με την ηγεσία της Ευρώπης) –αν συνεχίσει να έχει νόημα.