Το μεγάλο ζητούμενο της ελληνικής κοινωνίας σήμερα αλλά ταυτόχρονα και η μεγάλη αδυναμία της κυβέρνησης είναι πώς θα επιτευχθεί κατ’ αρχάς το σταμάτημα της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των Ελλήνων και στη συνέχεια η ενίσχυσή της, έτσι ώστε κάποια στιγμή στο μέλλον να προσεγγίσουμε τον μέσο όρο της ΕΕ.
Κι αυτό μοιάζει ακατόρθωτο με βάση τα πραγματικά δεδομένα, αφού μόνο στα δυο τελευταία χρόνια η αγοραστική μας δύναμη έχει μειωθεί κατά 7%, παρότι έχουν δοθεί αυξήσεις σε μισθούς και συντάξεις, αφού αυτές στην πράξη χάνονται από τον πληθωρισμό που σε μέσους όρους κινείται στο 3%.

Η αγοραστική δύναμη των Ελλήνων καταναλωτών βρίσκεται στο 70% του μέσου όρου της ΕΕ, από 85% που ήταν πριν τη χρεοκοπία. Σύμφωνα δε με τις εκτιμήσεις της Τράπεζας της Ελλάδος και του ΙΟΒΕ, η πραγματική σύγκλιση με την Ευρώπη δεν πρόκειται να συμβεί ούτε σε 10 χρόνια και πάντα υπό την προϋπόθεση ότι η ανάπτυξη θα συνεχίσει να κινείται στα σημερινά επίπεδα και για όλα τα επόμενα χρόνια.

Μια ανάπτυξη που ναι μεν έχει επιτευχθεί, πλην όμως έχει περισσότερο μακροοικονομικά χαρακτηριστικά και πολύ λιγότερο κοινωνικά. Οι προσπάθειες και οι στόχοι της κυβέρνησης είναι να ενισχύει όσο της επιτρέπουν οι ρυθμοί απόδοσης της οικονομίας με τα πλεονάσματα, τα εισοδήματα.
Αυτό όμως όπως προκύπτει εκ του αποτελέσματος είναι ατελέσφορο. Χρειάζονται και άλλες δράσεις να λειτουργήσουν παράλληλα στην ελληνική οικονομία ώστε να επιτευχθεί η ενίσχυση της αγοραστικής δύναμης πέραν των αυξήσεων των μισθών και των ελέγχων αισχροκέρδειας.

Ένας από αυτούς και ο σημαντικότερος είναι η αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της ελληνικής οικονομίας και η αύξηση της παραγωγικότητας σε όλους τους τομείς. Κι αυτά τα δύο δεν βαρύνουν τους εργαζόμενους και τους απλούς πολίτες αλλά κυρίως τη λειτουργία του κράτους και των επιχειρήσεων.
Και πρώτα πρέπει να διαλυθεί η στρεβλή εικόνα που έχουν οι εργαζόμενοι πως αύξηση της παραγωγικότητας σημαίνει περισσότερη δουλειά από τους ίδιους.
Όχι, σε καμιά περίπτωση κάτι τέτοιο. Η αύξηση της παραγωγικότητας σε όλες τις δουλειές, σε όλες τις υπηρεσίες και επιχειρήσεις, έχει να κάνει με επενδύσεις εκσυγχρονισμού της οιασδήποτε παραγωγής έργου και προϊόντων, με τη χρήση των πιο εξελιγμένων τεχνολογιών και εργαλείων όπως η τεχνητή νοημοσύνη που μπήκε δυναμικά στη ζωή μας κι είναι το μέλλον σε όλους τους τομείς των οικονομικών και επιστημονικών δραστηριοτήτων.

Πρόσφατα δυο οίκοι αξιολόγησης στις εκθέσεις τους για την ελληνική οικονομία, τόνιζαν πως πλέον για την Ελλάδα το ζητούμενο δεν είναι η δημοσιονομική σταθερότητα (αυτή τη θεωρούν δεδομένη) αλλά η μετάβαση σε ένα νέο παραγωγικό μοντέλο που θα στηρίζεται στην καινοτομία, στην ανταγωνιστική παραγωγικότητα και στην εξωστρέφεια.

Αλλά και ο πρόεδρος του ΣΕΒ Σπύρος Θεοδωρόπουλος μιλώντας πριν από λίγες μέρες στη γενική συνέλευση των ελληνικών επιχειρήσεων παρουσία και του πρωθυπουργού, είπε με μεγάλη σαφήνεια πως: «Η αύξηση της παραγωγικότητας, μας αφορά όλους, γιατί όταν βελτιώνεται η παραγωγικότητα, δημιουργούνται μεγαλύτερες δυνατότητες για αυξήσεις μισθών, κοινωνική μέριμνα, ανταγωνιστικότερες τιμές για τους καταναλωτές με βιώσιμο τρόπο, και κέρδη που επιτρέπουν την πραγματοποίηση ακόμα μεγαλύτερων επενδύσεων.».

Δεν ξέρω αν το μήνυμα που εξέπεμψε κι αυτός, το έχουν πάρει όλοι οι συνάδελφοί του κι έχουν αντιληφθεί πως αυτό είναι το κλειδί για να ελπίζουν πως θα μπορούν κάποια στιγμή να αντιμετωπίζουν στα ίσια τον ανταγωνισμό μέσα στο ιδιαίτερα δύσκολο διεθνές περιβάλλον ή αν θα καταφέρουν να πετύχουν τις ίδιες ταχύτητες με αυτούς. Όπως δεν ξέρω κι αν η κυβέρνηση και το οικονομικό επιτελείο, έχουν αντιληφθεί και κινούνται στο μέτρο που τους αφορά προς αυτή την κατεύθυνση που είναι πλέον εθνική ανάγκη επιβίωσης.

Είναι δε άγνωστο, πόσες ακόμα ευκαιρίες θα υπάρξουν στο μέλλον αν δεν ληφθούν σήμερα οι απαιτούμενες αποφάσεις από μια μονοκομματική κυβέρνηση που δεν έχει να διαπραγματευτεί με κανέναν εταίρο, πλην από τον εαυτό της, για να μπορούμε να ελπίζουμε πως θα προσεγγίσουμε το βιοτικό επίπεδο που είχαμε το 2008 σε… 10 χρόνια από τώρα!