Μία εβδομάδα πριν από τις εκλογές το ερώτημα είναι «πού βρισκόμαστε» σε σχέση με τα πολιτικά κόμματα που διεκδικούν την ψήφο μας. Σύμφωνα λοιπόν με όσα ακούσαμε στο debate, αλλά και εκτός αυτού, αφού πολλά από τα κόμματα που κατεβαίνουν στις εκλογές δεν συμμετείχαν σε αυτό, οι επιλογές είναι πολλές και αρκετά διαφορετικές μεταξύ τους. Ολα τα ‘χει ο μπαξές.

Ξεκινώντας από την Άκρα Επαναστατική Αριστερά μέχρι την Άκρα Δεξιά υπάρχουν επιλογές μπόλικες. Οι δυσαρεστημένοι, οι οργισμένοι, οι αντισυστημικοί κάθε είδους έχουν να διαλέξουν ανάλογα με τα γούστα τους.

Συνεπώς κανένας ψηφοφόρος δεν μένει παραπονεμένος.

Όσον αφορά όμως στα κόμματα που αναμένεται να πάρουν ένα υπολογίσιμο ποσοστό -και υπολογίσιμο σημαίνει ότι ενδεχομένως θα μπορούσαν να συμμετάσχουν σε μια κυβέρνηση συνεργασίας αν ήθελαν-, μάθαμε τα εξής:

Το ΚΚΕ, διά του Γενικού Γραμματέα του Δημήτρη Κουτσούμπα δήλωσε σε όλους τους τόνους και απολύτως ξεκάθαρα ότι δεν θα συμμετάσχει σε καμία κυβέρνηση συνεργασίας.

Απέρριψε μάλιστα με πολύ έντονο τρόπο και την ιδέα του προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα, για κυβέρνηση συνεργασίας του προοδευτικού χώρου, βάζοντας ουσιαστικά ταφόπλακα σε αυτή την προοπτική βάσει των ποσοστών που προβλέπουν οι δημοσκόποι. Η σχέση Γιάνη Βαρουφάκη και Τσίπρα μάλλον αποκλείει το ενδεχόμενο συνεργασίας μεταξύ τους, αλλά ποτέ δεν ξέρεις.

Ο Κυριάκος Βελόπουλος, που προσπάθησε να «κλέψει» τους συνταξιούχους από όλους, κυρίως όμως από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ίσως και κάτι να κατάφερε.

Την ίδια στιγμή, ο Νίκος Ανδρουλάκης του ΠΑΣΟΚ απέρριψε και αυτός κάθε προοπτική συνεργασίας, εκτός αν γινόταν με τους όρους του, που όπως όλοι ξέρουμε είναι ότι δεν μπορεί να είναι πρωθυπουργοί οι αρχηγοί των δύο πρώτων κομμάτων, δηλαδή ο κ. Μητσοτάκης και ο κ. Τσίπρας. Ηταν σαφές ότι ο κ. Ανδρουλάκης δεν θέλει να συμμετάσχει σε κυβέρνηση συνεργασίας σε αυτές τις εκλογές. Αν επιμείνει μετά τις εκλογές σε αυτούς τους όρους, προφανώς δεν θα γίνει κυβέρνηση συνεργασίας με το ΠΑΣΟΚ.

Ο κ. Μητσοτάκης έμοιαζε βέβαιος για τη νίκη του, θεωρώντας ότι όχι μόνο θα βγει πρώτο κόμμα στις εκλογές, αλλά θα καταφέρει να σχηματίσει αυτοδύναμη κυβέρνηση μετά τις δεύτερες.

Το τι θα γίνει θα το αποφασίσει η κάλπη, αλλά, όπως φαίνεται από τις διαθέσεις των πολιτικών αρχηγών, κυβέρνηση στις πρώτες εκλογές αποκλείεται να έχουμε, συνεπώς θα έχουμε δεύτερες τον Ιούλιο – και αυτό σημαίνει πολλά για την οικονομία, αλλά και για την εξέλιξη της προεκλογικής περιόδου, αφού σε δύο μήνες μπορεί να συμβούν ουκ ολίγα στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό και έτσι να αλλάξει το σκηνικό. Θα έχουμε μάλλον μπροστά μας δύο μήνες πολιτικής αβεβαιότητας και αυτό επηρεάζει όλες τις οικονομικές αποφάσεις – επιχειρήσεων και νοικοκυριών.

Επί της ουσίας των τοποθετήσεων, αυτό που έγινε σαφές με την παρουσία του πρωτοεμφανιζόμενου σε debate κ. Ανδρουλάκη είναι ότι μάλλον έχει ξεκάθαρες θέσεις σε αρκετά ζητήματα για τα οποία είχαμε αμφιβολίες.

Όπως, για παράδειγμα, με το θέμα των ιδιωτικών πανεπιστημίων, για τα οποία είπε ότι δεν θα σταθεί εμπόδιο στην ίδρυσή τους, με την προϋπόθεση ότι θα διασφαλιστεί και θα αναβαθμιστεί το δημόσιο πανεπιστήμιο. Το ίδιο ξεκάθαρη ήταν και η απάντηση που έδωσε στον κ. Τσίπρα για την επανακρατικοποίηση της ΔΕΗ, σημειώνοντας ότι παραμένει σήμερα υπό τον έλεγχο του Δημοσίου που έχει το 34% των μετοχών της και ότι δεν χρειάζεται κρατικοποίησή της. Ο κ. Ανδρουλάκης δηλαδή εμφανίστηκε με ξεκάθαρες απόψεις διαλύοντας τις αμφιβολίες που υπήρχαν για το τι πρεσβεύει το ΠΑΣΟΚ σε βασικά ζητήματα.

Οι θέσεις του κ. Μητσοτάκη ήταν φυσικά ξεκάθαρες, αλλά είναι γνωστές αφού κυβερνά επί τέσσερα χρόνια. Θα συνεχίσει την πολιτική του στην ίδια κατεύθυνση, με τους ίδιους στόχους και με διάθεση να ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις που ευαγγελίζεται σε όλους τους τομείς. Ξέρει δηλαδή ο ψηφοφόρος τι να περιμένει από μια κυβέρνηση Ν.Δ.

Οι κύριοι Μητσοτάκης και Ανδρουλάκης δηλαδή ηγούνται δύο κομμάτων που παρά τις διαφορές τους βρίσκονται εντός πλαισίου κανονικότητας και απολύτως εντός ευρωπαϊκού πλαισίου. Από την άλλη μεριά, ο κ. Τσίπρας, ίσως επειδή προσπαθεί να προσελκύσει όσο περισσότερους ψηφοφόρους μπορεί, μιλάει περισσότερο με συνθήματα και τσιτάτα και ταυτόχρονα κλείνει το μάτι σε όλες τις άλλες πλευρές, από την Άκρα Αριστερά μέχρι τη Λαϊκή Δεξιά και τους οργισμένους αντισυστημικούς. Αυτό περνάει στον ψηφοφόρο ένα μπερδεμένο μήνυμα, αφού ταυτοχρόνως μιλάει για κανονικότητα και ανατροπή.
Πού βρισκόμαστε λοιπόν;

Έχουμε δύο κόμματα, τη Ν.Δ. και το ΠΑΣΟΚ, με ξεκάθαρες θέσεις που θα μπορούσαν να συνεργαστούν αλλά μάλλον δεν θα συνεργαστούν, έχουμε ένα κόμμα, τον ΣΥΡΙΖΑ, που δεν έχει καταφέρει να ξεκαθαρίσει ποια ακριβώς θα είναι η πολιτική του και το οποίο είναι διατεθειμένο να συνεργαστεί με όποιο «δεκανίκι» είναι διαθέσιμο, αλλά τα «δεκανίκια» δεν είναι διαθέσιμα.

Και οι τρεις αυτοί μαζί μας διασφαλίζουν -ανάλογα με το αποτέλεσμα των πρώτων εκλογών- τουλάχιστον ένα δίμηνο αβεβαιότητας μέχρι να καταλήξουμε σε μια κυβέρνηση για να συνεχίσει η χώρα την πορεία της στο ταραγμένο και αβέβαιο διεθνές περιβάλλον.