Ήταν αρχές δεκαετίας του ’80 –ok, τώρα «καρφώνομαι» ηλικιακά- όταν, παραμονές πανηγυριού στην Ηπειρο, ουρές πολιτών σχηματίστηκαν έξω από καφενείο ενός χωριού – από αυτά που ήταν και μίνι μάρκετ, φούρνος, προποτζίδικο, μπαρ το βράδυ κ.λπ. Ήμουν παιδάκι -το έσωσα- αλλά θα μείνει για πάντα χαραγμένο στη μνήμη μου το ύφος των χωρικών που έβγαιναν από εκεί έχοντας μόλις κουρευτεί. «Μ’ έκανε καλό(νε) ο μπαρμπέρ(η)ς» επαναλάμβαναν όλοι τους, με ένα γέλιο που έφτανε μέχρι τα αφτιά τους. Όπου, βέβαια, ο κουρέας δεν είχε τελειώσει σχολή Αμαράντου, δεν είχε ακούσει καν περί Σεβίλης, ήταν ο… αγροφύλακας που είχε αυτοχρισθεί «κομμωτής», για να καλλωπίσει τους συγχωριανούς του εν όψει της γιορτής του χωριού.

Τότε, αυτό που μου είχε φανεί παράξενο ήταν η χαρά που γεννιόταν -ακόμα και με τις στραβοψαλιδιές στα κεφάλια τους- με κάτι που εγώ, ως παιδί της πόλης, θεωρούσα δεδομένο: η χαρά του καλλωπισμού και μέσω ενός απλού κουρέματος. Στην πόλη, την ίδια εποχή, μας απασχολούσε το πώς θα ήταν το κούρεμά μας, με χαίτη-λασπωτήρα, «καπελάκι», «καρφάκια» κ.λπ. Σε καμία περίπτωση δεν σκεφτόμασταν ότι το να βρεις κάποιον να σε κουρέψει θα ήταν τόσο δύσκολο, όπως ακριβώς συνέβαινε στην επαρχία.

Τα χρόνια πέρασαν, τα χωριά ερήμωσαν εις το όνομα της αστυφιλίας και τα παιδιά της πόλης μπορεί να μεγάλωσαν, αλλά παρέμεινε μέσα τους η ακλόνητη βεβαιότητα που γεννά, ανάμεσα στα υπόλοιπα, ο πολιτισμός: «Εάν θέλω να πάω να κουρευτώ, μπορώ ανά πάσα στιγμή». Ήρθε, όμως, ο κορωνοϊός και τα πράγματα ανατράπηκαν, σκοτώνοντας με χαριστική βολή στο κεφάλι όλα αυτά τα οποία θεωρούσαμε ως δεδομένα. Ανθρωποι θερίζονται κάθε λεπτό σε όλον τον πλανήτη από την πανδημία, ζωές φεύγουν μέσα σε μονάδες εντατικής θεραπείας και κάποιες άλλες μένουν κλεισμένες μέσα σε τέσσερις τοίχους, όπως υπαγορεύει το lockdown. Επιχειρήσεις έβαλαν προσωρινό λουκέτο λόγω του ιού, κάποιες άλλες ίσως κατεβάσουν για πάντα τα ρολά τους και όλα αυτά τα οποία θεωρούσαμε ως σίγουρα τα είδαμε να ψάχνουν εναγωνίως για το εμβόλιο που θα αναστήσει ξανά την ανθρωπότητα. Και μπορεί η επαναφορά του λιανεμπορίου να χρειαστεί περισσότερο χρόνο για να επιστρέψει, ωστόσο οι αποφάσεις για τα κομμωτήρια έχουν «κλειδώσει».

Όπως όλα δείχνουν, λοιπόν, τα κομμωτήρια πολύ σύντομα θα ανοίξουν ξανά τις πόρτες τους για τους πελάτες τους – ακόμα κι αν η λειτουργία τους θα γίνεται αποκλειστικά με ραντεβού. Το ρεπορτάζ μου μέσα από το Μαξίμου λέει πως το να ανοίξουν τα κομμωτήρια είναι μια πολιτική κίνηση η οποία συζητήθηκε πολύ πίσω από τη σιδερένια πόρτα του Μεγάρου. Από τη μία πλευρά βρέθηκε η Επιτροπή Λοιμωξιολόγων και οι εισηγήσεις τους οι οποίες έλεγαν πως «φρόνιμο θα ήταν να περιμένουμε λίγο ακόμη» κι από την άλλη οι απόψεις της κυβέρνησης. Αυτές, σύμφωνα πάντα με το ρεπορτάζ μου, συνοψίζονται στο «καλύτερα να καθυστερήσουμε το άνοιγμα σε κάτι άλλο, ας ανοίξουν τώρα τα κομμωτήρια, θα τονώσουν την ψυχολογία της αγοράς και, φυσικά, των πολιτών».

Δεν χρειάζεται, θεωρώ, να επιχειρηματολογήσει κάποιος για το κατά πόσο αυτή η κυβερνητική άποψη μπορεί να θεωρηθεί ως ορθή, ακόμα κι αν δεν έχεις ψηφίσει ποτέ στη ζωή σου Νέα Δημοκρατία. Τα ανοιχτά κομμωτήρια θα επαναφέρουν πίσω ένα μέρος της κανονικότητάς μας, θα κινήσουν λίγο την Οικονομία και, βασικά, θα κεράσουν ευεξία στους πολίτες, σε όλους εμάς που φάγαμε δεύτερο lockdown στο κεφάλι. Που, έπειτα από τόσο καιρό, χρειάζεται κούρεμα, δάχτυλα και θώπευμα από κομμώτριες και κομμωτές, οι οποίοι επιτελούν -δίχως υπερβολή- κοινωνικό έργο, που ούτε οι ίδιοι το έχουν αντιληφθεί στις ακριβείς διαστάσεις τους. «Γυρίζω στις τρίχες» είπε σαρκαστικά ο φίλος μου κομμωτής Μίλτος, όταν του είπα ότι θα ανοίξει ξανά το μαγαζί του. «Κάνεις τους ανθρώπους πιο όμορφους και, βασικά, τους κάνεις να νιώθουν πιο όμορφα», του απάντησα με ακλόνητη σιγουριά, ενώ του έκλεινα ραντεβού για να είμαι ο πρώτος που θα βάλει στην καρέκλα του, όταν έρθει εκείνη η ώρα, σε μια μικρή νίκη στη μάχη κατά της καραντίνας και του κορωνοϊού. Όπου όπως τότε, όταν ήμουν στα ’80s σε διακοπές στην Ήπειρο, ξανά παιδικό κούρεμα θα κάνω – αλλά και πάλι. Το ίδιο, επίσης, θα είναι και το ύφος εκείνων που θα βγαίνουν από το κομμωτήριο, όπως τότε. Κανείς τους δεν θα πει «μ ‘ έκανε καλό(νε) ο μπαρμπέρ(η)ς», αλλά θα ακούγεται κάτι σε «κουλ», «σούπερ», «power». Και η χαρά θα είναι πάντα ακέραιη, ίδια.

Φυσικά και χρειάζεται προσοχή λόγω του ξαφνικού συγχρωτισμού, με αποστάσεις, μάσκες, γάντια και όλους τους κανόνες ασφαλείας που πρέπει να τηρούνται σε αυτές τις περιπτώσεις. Η απόφαση του Μαξίμου για άνοιγμα των κομμωτηρίων είναι σωστή, με όλες τις προεκτάσεις της, αρκεί και οι πολίτες να τηρήσουμε όλα όσα πρέπει. Και είναι η στιγμή που θυμάμαι αυτό που είχε πει ο Τζιμ Μόρισον και εύχομαι να μην ισχύσει στη δική μας περίπτωση: «Μερικά από τα χειρότερα λάθη της ζωής μου ήταν κουρέματα»