Την εβδομάδα αυτή, δύο πολιτικοί αντίπαλοι, ο Κώστας Καραμανλής και ο Ευάγγελος Βενιζέλος, συνέπεσαν σε κάποια πολύ δυσάρεστα συμπεράσματα σχετικά με τη σημερινή κατάσταση του ελληνικού πολιτικού συστήματος και των σημαντικότερων θεσμών του κράτους. Η εύκολη λύση θα ήταν να αντιμετωπίσει κανείς αυτές τις επισημάνσεις λέγοντας ότι είναι δύο πολιτικοί εκτός Βουλής που γκρινιάζουν επειδή δεν είναι στα πράγματα. Ομως η αλήθεια είναι ότι οι επισημάνσεις τους απεικονίζουν με ακρίβεια την αίσθηση που υπάρχει στην κοινή γνώμη – αυτό αποδεικνύεται και από τις δημοσκοπήσεις που αποτυπώνουν την άποψη των πολιτών για τους θεσμούς.
Ο Ευάγγελος Βενιζέλος είπε: «Οι δημοσκοπήσεις καταγράφουν ένα πολυεπίπεδο αδιέξοδο: η κοινωνία δεν πιστεύει ότι λειτουργούν οι θεσμοί, εκφράζει μια δυσαρέσκεια για το επίπεδο της δημοκρατίας, του κράτους δικαίου, τη λειτουργία της Δικαιοσύνης, του Κοινοβουλίου και των Ανεξάρτητων Αρχών. Καταγράφεται επίσης κρίση πολιτικής συμμετοχής και αντιπροσώπευσης, δεν υπάρχει διάθεση συμμετοχής στο πολιτικό γίγνεσθαι, δεν αναγνωρίζεται ότι είναι σοβαρός και παραγωγικός ο ρόλος των κομμάτων και του πολιτικού συστήματος. Νομίζω ότι μεγάλο μας πρόβλημα είναι το ότι η χώρα έχει καταστεί μη διακυβερνήσιμη».
Ο Κώστας Καραμανλής είπε: «Η πολιτική ομαλότητα, και ιδιαίτερα η κοινοβουλευτική δημοκρατία, έχουν ως θεμελιώδες προαπαιτούμενο την εύρυθμη λειτουργία των θεσμών, την εμπέδωση κράτους δικαίου, την ουσιαστική ανεξαρτησία της Δικαιοσύνης. Οταν ένα πολύ μεγάλο τμήμα της κοινωνίας, και μάλιστα διαρκώς διευρυνόμενο, πιστεύει ότι αυτά δεν ισχύουν, ότι οι ευαίσθητοι θεσμοί χειραγωγούνται, ότι το Κοινοβούλιο υποβαθμίζεται, ότι οι κυβερνήσεις αγνοούν τις ανάγκες της και δεν καταλαβαίνουν τις αγωνίες της, ότι οι ισχυροί δεν ελέγχονται, ότι η αυστηρότητα του κράτους εξαντλείται επί των λιγότερο ευνοημένων πολιτών, τότε έχουμε κρίση. Κρίση απαξίωσης, κρίση απονομιμοποίησης, κρίση αμφισβήτησης και απόρριψης του θεσμικού πλαισίου και του πολιτικού συστήματος».
Και οι δύο θεωρούν ότι υπάρχει πολύ βαθιά και επικίνδυνη κρίση όχι μόνο στην πολιτική ζωή, αλλά και στους θεσμούς της ελληνικής δημοκρατίας. Αυτό φυσικά είναι ένα σκληρό μήνυμα προς το σύνολο του πολιτικού κόσμου, προς όλα τα κόμματα, αλλά κυρίως προς την κυβέρνηση, την οποία ο κ. Βενιζέλος κατονομάζει ευθέως ως υπεύθυνη, ενώ ο κ. Καραμανλής, ως πρώην πρόεδρος του κυβερνώντος κόμματος, αποφεύγει μεν να κατονομάσει, αλλά σαφώς υπονοεί.
Το ερώτημα είναι αν η κυβέρνηση έχει την ίδια αντίληψη, αν δηλαδή βλέπει αυτή την πραγματικότητα ή θεωρεί ότι όλα πηγαίνουν πολύ καλά. Φυσικά η κυβέρνηση βλέπει τις δημοσκοπήσεις, αλλά έχει μια τάση να αποφεύγει τη δημόσια αυτοκριτική και να ερμηνεύει όλα τα κακώς κείμενα επιρρίπτοντας τις ευθύνες σε όλους τους άλλους. Και φυσικά, δεν θεωρεί ότι βρισκόμαστε σε κρίση – αυτό είναι ένα ζήτημα.
Ανεξαρτήτως του τι πιστεύει η κυβέρνηση για την πορεία της και πώς αξιολογεί τις επιδόσεις της, η κατάσταση όπως την αντιλαμβάνονται όλοι είναι δυσάρεστη. Απλώς και οι ψηφοφόροι έχουν μεγάλη δόση οπαδισμού: οι μεν ψηφοφόροι της Ν.Δ. υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει εναλλακτική λύση, πράγμα που τονίζει σε κάθε ευκαιρία και ο ίδιος ο πρωθυπουργός, οι δε ψηφοφόροι όλων των κομμάτων της αντιπολίτευσης εν χορώ ζητούν να φύγει ο Μητσοτάκης, χωρίς κανείς να μπαίνει στον κόπο να αποδείξει με επιχειρήματα ότι μπορεί να αναλάβει τη διακυβέρνηση της χώρας.
Οι δημοσκοπήσεις αποτυπώνουν με κάποιον τρόπο αυτή την πραγματικότητα, εμφανίζοντας τη δημοτικότητα της κυβέρνησης να μειώνεται, αλλά κανένα κόμμα της αντιπολίτευσης να μην έχει επαρκή άνοδο για να προσφέρει κυβερνητική διέξοδο.
Το πιθανότερο είναι ότι στις επόμενες εκλογές δεν θα έχουμε αυτοδύναμη κυβέρνηση και ότι θα πασχίσουμε πολύ για να διαμορφωθεί μια κυβέρνηση συνεργασίας μεταξύ των κομμάτων.
Κάποιοι θεωρούν ότι ίσως αυτή να είναι μια καλή λύση, διότι από την απαξίωση όλων θα υπάρξει κάτι νέο. Δυστυχώς, όμως, ό,τι εμφανίζεται μέχρι στιγμής ως νέο είναι ή μεταμφιεσμένο παλιό ή ακραία λαϊκίστικο. Θα είναι πολύ δύσκολο να έχουμε μια ελπιδοφόρα πολιτική αναγέννηση στο ορατό μέλλον και δυστυχώς δεν αποκλείεται σύντομα να βρεθούμε στο επίκεντρο διπλωματικών ή και στρατιωτικών εξελίξεων και σε πολύ δύσκολη θέση λόγω της γεωπολιτικής αναστάτωσης στην υπερευαίσθητη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου. Αν αυτό συμβεί και οι πολιτικοί μας πλειοδοτούν στον λαϊκισμό για να γίνουν αρεστοί στους ψηφοφόρους, τα πράγματα θα γίνουν πάρα πολύ δύσκολα.
Οσον αφορά στα Ελληνοτουρκικά, τα οποία συζητιούνται αυτές τις ημέρες στη Βουλή, και οι δύο πολιτικοί τάχθηκαν υπέρ του διαλόγου με την Τουρκία, στηρίζοντας ουσιαστικά την πολιτική της κυβέρνησης. Ο Ευ. Βενιζέλος είπε: «Ρεαλιστικά ο καθένας πρέπει να έχει τη μέριμνα του εαυτού και της ασφάλειάς του. Αυτό σε οδηγεί πολλές φορές σε αξιακές εκπτώσεις, σε συμβιβασμούς, για να προστατεύσεις τη χώρα σου, για να μην την εκθέσεις σε περιττούς κινδύνους. Από όλες τις μεθόδους προσέγγισης, ο απευθείας διάλογος με την Τουρκία είναι η καλύτερη μέθοδος, η πιο ασφαλής», είπε, χαρακτηρίζοντάς τον ως τον «προτιμότερο από οποιοδήποτε τριγωνικό σχήμα».
Ο διάλογος με την Τουρκία είναι πάγια θέση και του κ. Καραμανλή, σε αντίθεση με άλλες φωνές του κόμματός του που διαμαρτύρονται.
Οικονομία και νέοι
Στο μεταξύ, η οικονομία, την εικόνα της οποίας η κυβέρνηση παρουσιάζει ως άριστη, πάσχει από μόνιμες δομικές αδυναμίες. Η εξάρτηση από τον τουρισμό είναι μεγάλη, η παραγωγή κάθε τομέα φθίνει, η ακρίβεια είναι πρωτοφανής, οι νέοι φεύγουν στο εξωτερικό για να βρουν αξιοπρεπείς δουλειές και μισθούς, τεχνολογικά είμαστε πάρα πολύ πίσω, παραγωγικές επενδύσεις δεν γίνονται, ενώ οι μόνοι που είναι ικανοποιημένοι, εκτός από την κυβέρνηση, είναι τα ξένα funds που αγοράζουν ελληνικά περιουσιακά στοιχεία και οι εταιρείες αξιολόγησης που εστιάζουν στα δημοσιονομικά πλεονάσματα και δεν ενδιαφέρονται καθόλου για τη διάχυση της οικονομικής ανάπτυξης στους πολίτες.
Το δυσάρεστο οικονομικό, πολιτικό και θεσμικό περιβάλλον, το οποίο επισημαίνουν και οι δύο πολιτικοί στις διαπιστώσεις τους, είναι μία από τις γενεσιουργές αιτίες και του δημογραφικού προβλήματος, το οποίο μεγεθύνεται από τη φυγή των νέων που δεν θέλουν να ζουν σε ένα τέτοιο περιβάλλον. Οι νέοι που έφυγαν στο εξωτερικό τα τελευταία 15 χρόνια είναι πολλές εκατοντάδες χιλιάδες (οι εκτιμήσεις είναι για 600.000) και δεν γυρίζουν στην Ελλάδα παρά μόνο για τις καλοκαιρινές τους διακοπές. Επιβεβαιώνεται έτσι η παλιά γνωστή ρήση ότι «η Ελλάδα είναι ωραία για διακοπές, αλλά δεν είναι για δουλειές». Και φυσικά, όλα αυτά τα δεινά σχετίζονται με τη νοοτροπία και τις αδυναμίες του πολιτικού κόσμου.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.