Να συμφωνήσουμε ότι η κρίση, η διαίσθηση, η ευσυνειδησία όλων όσων εργάζονται είτε στην Αστυνομία, είτε στο Ελληνικό Δημόσιο, είτε σε μια ιδιωτική εταιρεία, δεν είναι πάντοτε η ίδια, οπότε εκ προοιμίου δεν φταίνε οι «από πάνω τους» – εξάλλου, γι’ αυτό και υπάρχουν και πρέπει να τηρούνται νόμοι, κανόνες και πρωτόκολλα.

Εχουν γραφτεί χιλιάδες λέξεις και θα γράφονται για αρκετές ακόμα ημέρες για τις ευθύνες των αστυνομικών εκείνη τη νύχτα στους Αγίους Αναργύρους, όπως έχουν γραφτεί ακόμα περισσότερα για την ασύγκριτα μεγαλύτερη τραγωδία των Τεμπών στην οποία πάλι τα ανθρώπινα λάθη οδήγησαν στο δυστύχημα. Αλλά και εκεί δεν λειτούργησαν πρωτόκολλα και δικλείδες ασφαλείας σε μια εταιρεία που ελέγχεται από το Δημόσιο.

Να ξεκαθαρίσουμε κάτι. Ούτε οι χιλιάδες αστυνομικοί είναι για πέταμα για ό,τι συνέβη στο Αστυνομικό Τμήμα των Αγίων Αναργύρων, ούτε οι εκατοντάδες υπάλληλοι των σιδηροδρόμων είναι άχρηστοι.

Στην περίπτωση της ΕΛ.ΑΣ., όμως, για να έρθουμε στο προκείμενο, θα πρέπει να ειπωθούν κάποια στιγμή ορισμένες αλήθειες.

Πρώτον, οι αστυνομικοί έχουν κι αυτοί δικαιώματα, εκτός από υποχρεώσεις, και στην πλειοψηφία των περιπτώσεων, όταν εμπλέκονται σε δύσκολες υπηρεσιακές υποθέσεις, θα πρέπει να ελέγχονται μεν, αλλά να απολαμβάνουν την εμπιστοσύνη της Πολιτείας. Με άλλα λόγια, δεν γίνεται να φοβάται ένας αστυνομικός ότι θα μπλέξει, όπως συνήθως συμβαίνει κάθε φορά που αντιμετωπίζει έναν παραβατικό, με αποτέλεσμα να το σκέφτεται αν τελικά θα πρέπει να κάνει τη δουλειά του ή… να κάνει τον χαζό.

Δεύτερον, οι αστυνομικοί δεν μπορεί να φταίνε όταν η Πολιτεία δεν τους εξασφαλίζει σύγχρονα μέσα, τα περιπολικά και τα πληρώματά τους δεν φτάνουν ούτε για μια χώρα όπως η Αλβανία σε έκταση και φυσικά μπαίνουν βάρδιες σε κρίσιμα πόστα παιδιά που μόλις μπήκαν στο Σώμα, όπως η 23χρονη που ήταν βάρδια υπηρεσίας εκείνη τη νύχτα στο τμήμα.

Από την άλλη πλευρά, όμως, η κυβέρνηση είναι υποχρεωμένη να ξαναδεί τον νόμο που ισχύει, που με βάση αυτόν οι αστυνομικοί έπειτα από 5-6 χρόνια υπηρεσίας μπορούν να υπηρετούν κοντά στον τόπο διαμονής τους, παίρνοντας μόρια ακόμα και για δημοτικοί σύμβουλοι στο χωριό τους. Δεν γίνεται στα 35 χρόνια εργασίας να κάνεις ό,τι θέλεις μετά από μια πενταετία και να υπηρετείς στα Σώματα Ασφαλείας. Εχουμε ίσως τους περισσότερους κατά κεφαλή αστυνομικούς ευρωπαϊκής χώρας, δηλαδή 57.000 ανθρώπους που υπηρετούν. Αυτό πρέπει να αλλάξει και να κοπεί μια και καλή, αφού σήμερα οι 40.000 υπηρετούν στην επαρχία και οι 17.000 στην Αθήνα, ενώ οι υπηρεσιακές ανάγκες είναι ακριβώς αντίστροφες.

Οι αστυνομικοί, όπως και οι υπόλοιποι δημόσιοι υπάλληλοι, θα πρέπει κατά κάποιο τρόπο επιτέλους να αξιολογούνται, να κρίνονται, να επιβραβεύονται βαθμολογικά και οικονομικά. Οπως επίσης και το αντίθετο για όσους δεν κάνουν καλά τη δουλειά τους.

Συμπερασματικά, οι πολίτες μετά από μια υπερδεκαετή κρίση και ταλαιπωρία με τρία μνημόνια, υποβάθμιση της οικονομικής τους κατάστασης, της καθημερινότητας και της ζωής τους, ψήφισαν ξεκάθαρα μια κυβέρνηση και έναν πρωθυπουργό για να κάνει δουλειά. Να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις και όχι σε μπαλώματα, συμβιβασμούς και οπισθοχωρήσεις. Με κανέναν και για κανένα λόγο. Και το έκαναν εμφατικά δύο φορές, το 2019 και το 2023 – μάλιστα τη δεύτερη εξαφάνισαν και τη συγκεκριμένη αντιπολίτευση (ΣΥΡΙΖΑ), γιατί προφανώς τη βρήκαν στείρα, άχρηστη, λαϊκιστική και θλιβερή.

Συνεπώς, ο Μητσοτάκης είναι μόνος του μεν, δεν έχει να φοβάται ούτε την αντιπολίτευση, ούτε τα «συμφέροντα», παρά μόνο τα τεράστια προβλήματα και τις παθογένειες της Μεταπολίτευσης, αλλά και εκείνες του ίδιου του κόμματός του. Οι οποίες πάντως είναι και οι μεν και οι δε πολλές, αλλά σε κάθε περίπτωση για να επιχειρεί να τις λύσει εκλέχθηκε και αυτό οφείλει να κάνει. Αν επιμείνει, θα επιτύχει και θα κάνει και καλό στην Ελλάδα και φυσικά στην υστεροφημία του.