Μία από τις πιο κακοποιημένες έννοιες στην Ελλάδα των τελευταίων δεκαετιών είναι αυτή της «μεταρρύθμισης». Ο όρος χρησιμοποιήθηκε κατά κόρον την περίοδο των μνημονίων και συνεχίζει να χρησιμοποιείται και σήμερα, με τρόπο όμως που στις περισσότερες περιπτώσεις αποτελεί διαστρέβλωση της πραγματικής σημασίας της λέξης.

Ενώ είναι αλήθεια ότι η ελληνική κοινωνία και η οικονομία έχουν μεγάλη ανάγκη από μεταρρυθμίσεις σε πολλά πεδία, στην πραγματικότητα και σε πολλές περιπτώσεις ο όρος χρησιμοποιήθηκε ως πολιτικό σύνθημα για να καλύψει σκληρές αλλαγές που είχαν μεγάλο κοινωνικό κόστος, αλλά τελικά δεν έφεραν το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.

Την περίοδο των μνημονίων στο στόχαστρο βρέθηκαν κατά κύριο λόγο τα εισοδήματα και τα δικαιώματα των εργαζομένων. Οι αμοιβές μειώθηκαν, οι απολύσεις έγιναν ευκολότερες και φθηνότερες για τους εργοδότες με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας.

Η έλλειψη ανταγωνιστικότητας βέβαια είναι πράγματι ένα χρόνιο πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας, το οποίο όμως αντιμετωπίζεται με μια μονόπλευρη προσέγγιση η οποία στοχοποιεί την εργασία και τους εργαζόμενους.

Η πολιτική αυτή συνεχίζεται και σήμερα, καθώς μία από τις βασικές υποτιθέμενες μεταρρυθμίσεις που προωθούνται εστιάζει και πάλι στην εργασία μέσα από τις νέες δυνατότητες διευθέτησης του χρόνου εργασίας και των υπερωριών με ατομικές συμβάσεις.

Οσες φιοριτούρες κι αν βάλουμε στις νέες αυτές ρυθμίσεις, το πρακτικό αποτέλεσμα είναι ότι οι εργαζόμενοι θα δουλεύουν περισσότερο χωρίς απαραιτήτως να πληρώνονται.

Οι εργαζόμενοι έχουν ανάγκη από μεγαλύτερες αμοιβές για να επιβιώσουν και όχι από «ευελιξία» και «ελαστικότητα» στην εργασία τους. Οι δυνατότητες αυτές κατά κανόνα λειτουργούν προς όφελος των επιχειρήσεων και των εργοδοτών, πολλώ δε μάλλον που οι τελευταίοι στο εξής θα μπορούν να «διαπραγματεύονται» ατομικά με κάθε εργαζόμενο και όχι συλλογικά.

Οι αλλαγές αυτές είναι μονοσήμαντες και ετεροβαρείς. Εστιάζουν στη μείωση του κόστους εργασίας χωρίς να αντιμετωπίζουν την ουσία του ζητήματος. Δεν αλλάζουν την παραγωγική διάρθρωση της ελληνικής οικονομίας.

Δεν προωθούν τον στόχο που υποτίθεται ότι είναι η μετάβαση σε ένα διαφορετικό υπόδειγμα οικονομίας του 21ου αιώνα, εξελιγμένης τεχνολογικά, που θα βασίζεται στη γνώση, με καλύτερα αμειβόμενες θέσεις εργασίας και μεγαλύτερα κέρδη για τις επιχειρήσεις.

Γίνεται, για παράδειγμα, πολύς λόγος για την ψηφιακή οικονομία, τις νέες δυνατότητες εργασίας και επιχειρηματικής δράσης, με τις νεοφυείς επιχειρήσεις και τους «ψηφιακούς νομάδες», οι οποίοι μπορούν να εργάζονται από οπουδήποτε στον κόσμο.

Προβάλλει μάλιστα η κυβέρνηση την ψηφιοποίηση ορισμένων γραφειοκρατικών διαδικασιών που έγιναν εν μέσω πανδημίας με το gov.gr.

Ομως εάν δούμε την ουσία, τα βήματα αυτά είναι νηπιακά σε σχέση με το σημείο που βρισκόμαστε, αλλά και με εκείνα που κάνουν άλλες χώρες, χώρες μικρές σαν την Ελλάδα, που διεκδικούν όμως πρωταγωνιστικό ρόλο στη νέα ψηφιακή οικονομία.

Οι χώρες της Βαλτικής, για παράδειγμα, εξελίσσονται σε κέντρο των χρηματοπιστωτικών εταιρειών τεχνολογίας (fintech – financial technology). Η Μάλτα αναδύεται στη νέα προνομιακή τοποθεσία που φιλοδοξεί να γίνει επιχειρηματικό κέντρο χάρη στις εξελιγμένες υπηρεσίες που προσφέρει στις ενδιαφερόμενες επιχειρήσεις. Σε ορισμένες περιπτώσεις, στις χώρες αυτές μπορείς να ιδρύσεις εταιρεία από απόσταση, τη στιγμή που στην Ελλάδα το νομοθετικό πλαίσιο είναι ακόμα ασαφές (αν όχι ανεπαρκές) και οι ενδιαφερόμενοι βρίσκουν κλειστές πόρτες στις αρμόδιες υπηρεσίες ή περιμένουν εβδομάδες για μια απάντηση στα email τους.

Είναι ασφαλώς πρόοδος ότι μπορούμε πλέον να στέλνουμε υπεύθυνες δηλώσεις μέσω Ιντερνετ, αλλά σε έναν κόσμο όπου οι ανταγωνιστές δίνουν ΑΦΜ σε νέες εταιρείες μέσα από εφαρμογές στο smartphone σίγουρα δεν είναι αρκετό.