Θα ξεκινήσω το σημερινό μου σημείωμα με μια πρόβλεψη ενός σημαντικού στελέχους της τσιμεντοβιομηχανίας ΑΓΕΤ ΗΡΑΚΛΗΣ -που πλέον ανήκει στον πολυεθνικό όμιλο της Lafarge- για την Ελλάδα, ότι την επόμενη πενταετία αναμένεται να αυξηθούν οι ανάγκες της χώρας σε τσιμέντο κατά περίπου 25%, δηλαδή από τα 3,7 εκατομμύρια τόνους τσιμέντου που ρίχτηκαν το 2023 θα φτάσουν περί τα 4,7 εκατομμύρια τόνους έως το 2027
Το στοιχείο αυτό, αν και μοιάζει -έστω ότι είναι- πολύ εξειδικευμένο για όσους ασχολούνται με την οικονομία, είναι ενδεικτικό ότι η χώρα, εκτός απροόπτου, αναμένεται να γνωρίσει μια αρκετά ισχυρή ανάκαμψη, της οποίας πάντα ένα «σταθερό σημάδι» είναι η οικοδομική δραστηριότητα. Είτε αυτή προέρχεται από τα μεγάλα δημόσια έργα, είτε από τις εξίσου πολύ σημαντικές ιδιωτικές επενδύσεις, όπως το Ελληνικό, αλλά και εκατοντάδες άλλα έργα, κυρίως τουριστικής ανάπτυξης σε όλη την Ελλάδα.

Εξίσου ενδεικτικό με τα στοιχεία αυτά είναι και το σημερινό ρεπορτάζ του οικονομικού ενθέτου του «Πρώτου Θέματος» για τη ζήτηση ακινήτων, οι τιμές των οποίων πια προσεγγίζουν τα επίπεδα της αγοράς του 2007, δηλαδή πριν από την κρίση και τα μνημόνια, σίγουρα σε σημείο υπερβολής. Αν αναλογιστεί κανείς ότι ένα μοντέρνο νεόδμητο «σπίτι-δωμάτιο» των 32 τ.μ. κοστίζει 211.000 ευρώ (νέο πρότζεκτ επί της οδού Πειραιώς) ή ένα άλλο 25 τ.μ. στο Μοσχάτο 100.000 ευρώ, τα οποία μάλιστα διαφημίζονται ότι έχουν ετήσια απόδοση της τάξεως του 6%, δηλαδή νοικιάζονται προς 500 ευρώ τον μήνα.

Τη γενική εικόνα της ελληνικής οικονομίας «συμπληρώνει» η πτώση της ανεργίας που μετά από μία δεκαπενταετία βρίσκεται πλέον κάτω από το 10%, ενώ σε κλάδους όπως οι κατασκευές, η γεωργία, αλλά και ο τουρισμός λείπουν αρκετές δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενοι από τη χώρα. Προχθές, σε επίρρωση του νέου αυτού σκηνικού της οικονομίας που σταδιακά μεταμορφώνεται από την έξοδο το 2019 από τα μνημόνια και τη διαφαινόμενη μακρά πολιτική σταθερότητα της χώρας, ήρθε και η αναμενόμενη αναβάθμιση από τη Fitch που ουσιαστικά σφραγίζει την ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας.

Η «εικόνα» αυτή φυσικά δεν είναι ανέμελη, η αγορά και κατ’ επέκταση η κοινωνία αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα είτε από τις χρόνιες παθογένειες της ελληνικής οικονομίας, είτε απ’ όσα προέκυψαν από τις διεθνείς συνθήκες, δηλαδή τον πόλεμο και την ενεργειακή αναταραχή, την πληθωριστική έκρηξη και την ακρίβεια. Οι μισθοί και τα ημερομίσθια αυξάνονται με χαμηλότερο ρυθμό απ’ ό,τι απαιτεί η καθημερινότητα του πολίτη, είτε εξαιτίας της ακρίβειας, είτε της τεράστιας ζήτησης στέγης, ενώ τα επιτόκια στις καταθέσεις παραμένουν χαμηλά, σε αντίθεση με εκείνα του δανεισμού που ακολούθησαν… τρέχοντας τον πληθωρισμό.

Η κυβέρνηση φυσικά δεν μπορεί… πατώντας ένα κουμπί να ρυθμίσει την ακρίβεια, να ανεβάσει τους μισθούς στον ιδιωτικό τομέα ή να βρει 300.000 εργάτες που θα χρειαστεί η χώρα στην επόμενη πενταετία για τις υποδομές και τις υπηρεσίες, ούτε και να λύσει όλα αυτά τα δύσβατα πολιτικά μακροχρόνια προβλήματα που έχουν σωρευτεί από τη Μεταπολίτευση και μετά, αυτό το αντιλαμβάνεται ο κάθε καλόπιστος συνομιλητής. Από την άλλη πλευρά, όμως, δεν έχει υπάρξει παρόμοια ευνοϊκή πολιτική συγκυρία μετά το 1974 για να γίνουν όλα όσα χρειάζεται η χώρα ή έστω κάποια από αυτά.

Ποτέ κυβέρνηση δεν ήταν σε τέτοια απόσταση από την αντιπολίτευση και όχι μόνο δημοσκοπικά αλλά και στην πραγματικότητα, ειδικά όταν γίνεται αναφορά και σύγκριση προσώπων, όταν δηλαδή ερωτάται η κοινή γνώμη ποιος μπορεί να κυβερνήσει τη χώρα. Η πρώτη κυβέρνηση Καραμανλή το 1974 είχε ως προτεραιότητα την εμπέδωση της Δημοκρατίας, όχι τον εκσυγχρονισμό του κράτους, και μετά… άρχισαν τα δύσκολα της Μεταπολίτευσης.

Ετσι, λοιπόν, υπό κάποιες -εξαιρετικά πιθανές- συνθήκες που διαμορφώνονται, ο Κυριάκος Μητσοτάκης μοιάζει πιθανό να ξανακερδίσει τρίτη τετραετία, να καταστεί ο πρώτος πολιτικός στην Ελλάδα που θα έχει 12 χρόνια συνεχόμενα να κάνει αυτό το οποίο πρέπει (ή θεωρεί ότι πρέπει) για τη χώρα. Επομένως τώρα είναι η ώρα να προχωρήσει με όλα τα σημαντικά, τα δύσκολα πολιτικά αλλά και τεχνικά μεγάλα θέματα που θα αλλάξουν την καθημερινότητα, αλλά και θα σηματοδοτήσουν την ουσιαστική μετάβασή της στην Ευρώπη και όχι στην «ημι-βαλκανική» κατηγορία που βρίσκεται τώρα.