Στην πρόσφατη ομιλία του στη ΔΕΘ ο Πρωθυπουργός επανέλαβε εμφατικά μία προσφιλή του διαπίστωση, η οποία είναι μεν αληθής, αλλά δεν είναι αντικειμενικά ακριβής.

Είπε ότι η Ελλάδα δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία της διότι οι αγορές εμπιστεύονται την κυβέρνηση και προσυπογράφουν τις προοπτικές ανάπτυξης και μεταρρύθμισης της ελληνικής οικονομίας.

Όντως η χώρα μας δανείζεται με τα χαμηλότερα επιτόκια στην ιστορία της και ένα μέρος του δανεισμού- πέραν της κάλυψης των δημοσίων δαπανών- κατευθύνεται και στην πρόωρη εξόφληση του υφισταμένου Δημοσίου Χρέους, κυρίως προς το ΔΝΤ, το οποίον έχει πολύ μεγαλύτερο κόστος εξυπηρέτησης. Αντικαθιστά δηλ. ακριβό χρέος με φθηνό χρέος και πολύ καλά κάνει!

Το δεύτερο σκέλος της διαπίστωσης όμως είναι κατά τη γνώμη μου μαχητό.

Βεβαίως η Ελλάδα σήμερα χαρακτηρίζεται από μία σταθερή κυβέρνηση στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης ευρωπαϊκής αστικής δημοκρατίας, με προοπτικές σταθερής ανάπτυξης, πράγμα που ενθαρρύνει τις αγορές να την δανείζουν με ευνοϊκούς όρους.

Όμως πρέπει να ληφθεί υπ’ όψιν και η διεθνής συγκυρία.

Ως γνωστόν τα επιτόκια δανεισμού στην Ευρωζώνη καθορίζονται από το βασικό επιτόκιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Το συγκεκριμένο επιτόκιο δανεισμού της ΕΚΤ εδώ και κάποια χρόνια βρίσκεται όχι μόνο στα χαμηλότερα ιστορικά επίπεδα, αλλά είναι αρνητικό, -0,50%. Έτσι όλες οι χώρες της ευρωζώνης έχουν τα χαμηλότερα ιστορικά επιτόκια, ανάλογα βέβαια με την πιστοληπτική τους διαβάθμιση.

Η Γερμανία φυσικά έχει το ρεκόρ με επιτόκιο δανεισμού -0,33%, η Γαλλία έχει 0 και η Πορτογαλία +0,25%. Άρα η Ελλάδα με το + 0,75% ως επιτόκιο των 10ετων ομολόγων, δανείζεται συγκριτικά ακριβά. Αυτό που έχει σημασία δεν είναι τόσο το απόλυτο κόστος δανεισμού, όσο η διαφορά από το αντίστοιχο γερμανικό (το λεγόμενο spread) που είναι το σημείο αναφοράς. Έτσι η Πορτογαλία έχει spread +0,58 ενώ η Ελλάδα +1,08, δηλ. το διπλάσιο!

Αν τα επιτόκια της ΕΚΤ ευρίσκοντο στα συνήθη φυσιολογικά επίπεδα του 2,5%-3%, τότε όλες οι χώρες θα εδανείζοντο ακριβότερα και το αντίστοιχο ελληνικό spread θα ήταν πολύ μεγαλύτερο.

Ο σημαντικότερος λοιπόν παράγων που διαμορφώνει το κόστος δανεισμού είναι το επιτόκιο της ΕΚΤ, η οποία έχει δημιουργήσει έναν ωκεανό ρευστότητος, με αποτέλεσμα οι επενδυτές να σπεύδουν να δανείσουν τους πάντες και τα πάντα με πολύ χαλαρά κριτήρια. Επίσης σημαντικό είναι και το πρόγραμμα επαναγοράς ομολόγων από την ΕΚΤ, στο οποίον κατ’ εξαίρεσιν λόγω covid περιλαμβάνεται και η Ελλάδα, αν και δεν έχει την προβλεπόμενη πιστοληπτική αξιοπιστία, διότι το χρέος της ανήκει στην κατηγορία που χαρακτηρίζεται ως junk ( σκουπίδια). Αλλά οι δανειστές δεν ανησυχούν, διότι ανά πάσα στιγμή μπορούν να «ξεφορτώσουν» τα ελληνικά ομόλογα στην ΕΚΤ.

Παρ’ όλα αυτά το ελληνικό δημόσιο χρέος, το οποίον είναι το υψηλότερο στην Ευρώπη, καθώς και το τεράστιο έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου εξακολουθούν να βαραίνουν στην κρίση των επενδυτών, γι’ αυτό και η Πορτογαλία δανείζεται φθηνότερα από εμάς.

Και μια τελευταία σκέψη. Όταν ένας επενδυτής επενδύει 100 ευρώ για να πάρει απόδοση 75 λεπτά σε έναν χρόνο- και αναφέρομαι στις αγορές ομολόγων όλων των χωρών- αν αυτό δεν είναι φούσκα, σίγουρα δεν υποδηλώνει μια υγιή και μακροπρόθεσμα σταθερή αγορά.

Και φοβούμαι ότι είναι προάγγελος κακών μαντάτων, τα οποία όμως κανείς δεν μπορεί να γνωρίζει πότε θα συμβούν.

Βλέπετε, οι αγορές δεν ρωτούν κανέναν και συμπεριφέρονται πάντα με τον δικό τους απρόβλεπτο τρόπο.