Στο μέσον της θητείας της, ένας από τους ελάχιστους τομείς που η κυβέρνηση δεν κατάφερε να βελτιώσει είναι το θέμα των εκκρεμών συντάξεων. Ενα βουνό με εκκρεμότητες παρέλαβε από τους προηγούμενους, ένα βουνό εξακολουθεί να έχει μπροστά της. Δικαιολογίες μπορεί να υπάρχουν πολλές, αλλά η σημασία τους είναι σχετική. Το πρόβλημα έχει τεράστιες κοινωνικές διαστάσεις και μπορεί να εξελιχτεί σε νάρκη για την οικονομία μετά το 2022, όταν η πανδημία θα έχει αντιμετωπιστεί και το Βερολίνο με τις Βρυξέλλες θα ξαναβγάλουν από τα συρτάρια τους λογαριασμούς με τα δημοσιονομικά ελλείμματα και το χρέος

Στην πρώτη φάση η κυβέρνηση έπραξε το αναμενόμενο. Εδειξε τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά αυτό δεν είναι ένα παντοτινό επιχείρημα. Ηταν φανερό πως ο μηχανισμός του ΕΦΚΑ με τις περιορισμένες δυνατότητες, το χάος της γραφειοκρατίας, τη λάθος νοοτροπία, την έλλειψη μηχανοργάνωσης και την ατέλειωτη χαρτούρα δεκαετιών δύσκολα θα μπορούσε να ανταποκριθεί στις αυξημένες αιτήσεις συνταξιοδότησης. Σε όλα αυτά ήρθαν να προστεθούν τα προβλήματα από την πανδημία (τηλεργασία, άδειες κ.λπ.) που αποσυντόνισαν ακόμη περισσότερο τη λειτουργία του Δημοσίου και χάθηκε η… μπάλα, για να μιλήσουμε με ποδοσφαιρικούς όρους.

 Με αξιοσημείωτη καθυστέρηση, επιτέλους, κινούμαστε προς τη σωστή κατεύθυνση. Διευρύνθηκε η χορήγηση προκαταβολής στους δικαιούχους, τοποθετήθηκε νέος διοικητής στον e-ΕΦΚΑ και σχεδιάζεται για το μέλλον η ψηφιοποίηση της όλης διαδικασίας για να έχουμε την «ψηφιακή σύνταξη» μέσα σε λίγα λεπτά, έτσι όπως αρμόζει σε ένα σύγχρονο κράτος. Μέχρι να γίνει αυτό, όμως, η συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στη διαδικασία έκδοσης μοιάζει μονόδρομος, παρά τις αντιδράσεις συνδικαλιστών και της αντιπολίτευσης. Το πρώτο βήμα έγινε με την απόφαση για πιστοποίηση δικηγόρων και λογιστών που θα εμπλακούν από δω και στο εξής στη σχετική διαδικασία και περιμένουμε τα πρώτα αποτελέσματα από το φθινόπωρο.

Ταυτόχρονα τις επόμενες ημέρες αναμένεται να περάσει από τη Βουλή και να γίνει νόμος του κράτους η μεταρρύθμιση του συστήματος των επικουρικών συντάξεων. Και εδώ η κυβέρνηση βρίσκεται στη σωστή κατεύθυνση, εισάγει τη λογική του «ατομικού κουμπαρά», δίνει στον εργαζόμενο τον έλεγχο για το ύψος της σύνταξής του, διασφαλίζει ότι δεν θα χάσει τα χρήματά του και υπόσχεται ότι οι επικουρικές θα είναι υψηλότερες. Και βέβαια δεν «ιδιωτικοποιεί» το ασφαλιστικό σύστημα, μια αλλαγή που θα ήταν εύκολος στόχος για την αντιπολίτευση και θα ενεργοποιούσε τις κινητοποιήσεις ενός μεγάλου μέρους των εργαζομένων. Μόνο που όλα αυτά θα ισχύουν για όσους αρχίσουν να εργάζονται από τον Ιανουάριο του 2022 και θα παράγουν συνταξιοδοτικά αποτελέσματα περίπου το 2057! Και μέχρι τότε τι θα γίνει με τα εκατομμύρια των εργαζομένων που θα πρέπει να βγουν στη σύνταξη; Πολύ καλός ο μακροπρόθεσμος σχεδιασμός και έπρεπε να τον έχουμε… ανακαλύψει πριν από δεκαετίες, αλλά τι θα γίνει με τις βραχυπρόθεσμες ανάγκες και τις μεσοπρόθεσμες αβεβαιότητες;

Από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, όταν ο Τάσος Γιαννίτσης ξεκίνησε την προσπάθεια μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού συστήματος, με τα… γνωστά αποτελέσματα, κάθε δύο-τρία χρόνια βρισκόμαστε μπροστά στα ίδια αδιέξοδα. Ούτε καν τη δεκαετία των μνημονίων και παρά την απίστευτη «σφαγή» των συνταξιούχων δεν καταφέραμε να δώσουμε μια ικανοποιητική λύση. Τα ελλείμματα μεγαλώνουν, η πρώην τρόικα κάθε τόσο χτυπάει καμπανάκια φανερά και μυστικά, το κόστος των εκκρεμών συντάξεων τρομάζει, αυξήσεις πρέπει να γίνουν, εφαρμογή δικαστικών αποφάσεων θα προκύψει εκ νέου για διάφορες κατηγορίες δικαιούχων και η μερική απασχόληση κερδίζει έδαφος περιορίζοντας τα έσοδα του ΕΦΚΑ. Αλήθεια, μέχρι πού πιστεύουμε ότι μπορούμε να φτάσουμε έτσι;

Οσο και αν είναι δυσάρεστο, φοβάμαι πως σύντομα θα βρεθούμε ξανά στην ανάγκη να ανοίξουμε τη συζήτηση μιας νέας αλλαγής στο Ασφαλιστικό. Τα αντικειμενικά προβλήματα παραμένουν ίδια. Υπογεννητικότητα, λιγότεροι εργαζόμενοι, περισσότεροι συνταξιούχοι και άρα το λεγόμενο διανεμητικό ασφαλιστικό σύστημα θα έχει την ανάγκη γενναίας στήριξης από τον κρατικό προϋπολογισμό, αύξηση του προσδόκιμου ζωής, διεύρυνση των ευέλικτων μορφών εργασίας και σε όλα αυτά εύκολες απαντήσεις δεν υπάρχουν. Κανείς δεν πρέπει να παρασύρεται από τις εύκολες «λύσεις» της εκάστοτε αντιπολίτευσης. Αυτά τα 20 χρόνια όλοι κυβέρνησαν. Κεντροδεξιοί, κεντροαριστεροί, «αριστεροί», συνεργασίες από δω κι από κει, μέχρι και ο Χαϊκάλης είχε αναλάβει το πρόβλημα, αλλά πραγματική, ουσιαστική, αξιόπιστη λύση δεν υπήρξε. Οι επενδύσεις και η ανάπτυξη της οικονομίας είναι μια «θεραπεία» για όλα (και για το Συνταξιοδοτικό) και μπορούμε να πούμε με βεβαιότητα πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη το προσπαθεί. Κανείς, όμως, δεν πιστεύει ότι τις επόμενες δεκαετίες όλα θα πηγαίνουν ιδανικά για την οικονομία της χώρας. Αρα το Ασφαλιστικό πρέπει να αντιμετωπιστεί σαν ένα ξεχωριστό, σοβαρό πρόβλημα που πρέπει να επιλυθεί έγκαιρα και όχι υπό συνθήκες κρίσης.