Εξαιτίας του γεγονότος, ο πρωθυπουργός και η κυβέρνηση δέχτηκαν από το πρώτο κιόλας λεπτό σκληρή κριτική από την αντιπολίτευση, ότι «δεν μας υπολογίζει», «μας ταπείνωσε» και άλλα παρόμοια, σε συνδυασμό πάντοτε με το γεγονός ότι τον Ερντογάν συνάντησε επί μακρόν ο Τραμπ.
Μάλιστα, ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μια λογική σειρά για να μη χάνεται και η σοβαρότητα όλων όσων θέλουν να λένε ότι διατηρούν μια στοιχειωδώς καθαρή και αντικειμενική ματιά στα γεγονότα. Το να ομφαλοσκοπεί κανείς, λοιπόν, και να πιστεύει ότι η Ελλάδα μετράει το ίδιο με την Τουρκία, ιδιαιτέρως αυτή τη χρονική περίοδο, στη γεωπολιτική σκακιέρα, είναι ή αδαής ή απλώς κάνει έναν εύκολο αντιπολιτευτικό λαϊκισμό και… ό,τι πιάσει. Ετσι απλά και ξεκάθαρα.
Αν πιστεύουμε, λοιπόν, ότι με δύο πολέμους ανοιχτούς, ο ένας στη Γάζα, δηλαδή στη Μέση Ανατολή, και ο άλλος με τον στενό σύμμαχο του Ερντογάν, τον Πούτιν, με σοβαρά ενεργειακά ζητήματα που έχουν τεράστια γεωπολιτική αλλά και οικονομική σημασία (καλώδια, διασυνδέσεις, πετρέλαια κ.λπ.), αλλά και με το Μεταναστευτικό σε έξαρση, ο Τραμπ (ειδικά ο Τραμπ), αλλά και η αμερικανική διπλωματία, θα παίξει το ίδιο την Ελλάδα με την Τουρκία, δηλαδή τον Μητσοτάκη με τον Ερντογάν, νομίζω είναι εντελώς ουτοπικό. Ή γίνεται από την αντιπολίτευση για εσωτερική κατανάλωση, οπότε ο καθένας μπορεί να το κρίνει. Θεμιτή μεν και φυσιολογική η αντιπολίτευση, αλλά όταν ταυτίζεται απολύτως η κριτική της Ακροδεξιάς με την Ακροαριστερά και το ΠΑΣΟΚ μαζί, υπάρχει ζήτημα.
Ερώτημα λοιπόν: αν η εξωτερική πολιτική της κυβέρνησης Μητσοτάκη έκανε κάπου ένα χοντρό λάθος ώστε σήμερα να μπορεί να πει κάποιος ότι σε αυτό οφείλεται η αλαζονεία του Ερντογάν ή η προτίμηση που δείχνει ο Τραμπ στην τουρκική πλευρά για να συνομιλεί μαζί της. Η απάντηση στο γιατί συνομιλεί ο Τραμπ με τον Ερντογάν, νομίζω, είναι απλή. Η Τουρκία είναι ηγέτιδα δύναμη της περιοχής της Μέσης Ανατολής, είναι μουσουλμάνοι και βρίσκονται γεωγραφικά και οικονομικά στο επίκεντρο. Στο δε Ουκρανικό είναι πασίγνωστο ότι ο Ερντογάν αποτέλεσε το «καταφύγιο» της ρωσικής ολιγαρχίας και σταθερός συμπαραστάτης του Πούτιν στον πόλεμο. Αρα είναι ένας μεγάλος γεωπολιτικός παίκτης με πολύ μεγαλύτερη αξία από εμάς αυτή την περίοδο, αλλά και γενικότερα.
Επιπλέον, ο Ερντογάν μοιάζει σε πολλά σε νοοτροπία και στυλ με τον Τραμπ, κυκλοφορούν διάφορα για τις μπίζνες που γίνονται ή πρόκειται να γίνουν μεταξύ τους και δεν είναι διόλου τυχαίο ότι πρέσβης των ΗΠΑ στην Αγκυρα διορίστηκε ένας πολύ «στενός άνθρωπος» του Αμερικανού προέδρου, ο Τόμας Μπάρακ, με τεράστια εμπειρία στις δουλειές σε αραβικές χώρες.
Τώρα, αν η μη αναγνώριση του παλαιστινιακού κράτους από την Ελλάδα έχει υπέρ και κατά, θεωρώ ότι είναι αυτονόητο, όπως όμως είναι αυτονόητο ότι κι εμείς κάπου σε αυτή την εξίσωση ισορροπίας βάζουμε και το Ισραήλ.
Ετσι ή περίπου έτσι θεωρώ ότι κατά τη γνώμη μου είναι η πραγματική εικόνα σήμερα, επαναλαμβάνω, με δεδομένο ότι στο μυαλό του Τραμπ υπάρχουν και κάποια «απωθημένα» με την Ελλάδα, αφού πράγματι η χώρα μας είχε προνομιακή σχέση με τους Δημοκρατικούς και τον Μπάιντεν. Αφού, λοιπόν, χωνέψουμε την πραγματικότητα και αφήσουμε τις εύκολες κριτικές, ότι ο Μητσοτάκης είναι ενδοτικός (αλήθεια, σε τι και ποιον;), ότι αν ήμασταν λιγότερο επιθετικοί με τη Ρωσία κ.λπ. κ.λπ. θα είχαμε καλύτερη μεταχείριση (από ποιον;), ας πάμε στην ουσία.
Μια χώρα είναι ισχυρή όταν έχει ισχυρή οικονομία -ή έστω καλύτερη οικονομία απ’ ό,τι είχε στο παρελθόν και βελτιώνεται-, υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης από τις υπόλοιπες της κατηγορίας της (της Ευρωζώνης), δημιουργεί δουλειές και προσελκύει επενδύσεις.
Αυτή η οικονομική της κατάσταση προφανώς και της επιτρέπει να εκσυγχρονίζει την άμυνά της, ειδικά όταν έχει απέναντί της ένα επιθετικό θηρίο (σε μέγεθος) όπως η Τουρκία. Την τελευταία πενταετία η Ελλάδα έχει εκσυγχρονίσει θεαματικά για τα δεδομένα της την εθνική της άμυνα. Εχει παραλάβει και θα παραλάβει σύγχρονα αεροσκάφη, γαλλικά και αμερικανικά, φρεγάτες και άλλα πολεμικά, προετοιμάζει ένα δικό της iron dome αλά Ισραήλ για να προστατέψει το Αιγαίο. Ξοδεύουμε ετησίως περί τα 8 με 10 δισ. ευρώ σε αμυντικές δαπάνες ενισχύοντας σημαντικά την αποτρεπτική ισχύ της χώρας. Ακόμα και στην περίπτωση των F-35 η Ελλάδα είναι βέβαιον ότι θα παραλάβει πρώτη αυτά τα μαχητικά αεροπλάνα σε κάθε περίπτωση.
Επομένως, το αν μας μιλάει ή δεν μας μιλάει ο «αέναος εχθρός» είναι μάλλον λιγότερο σημαντικό από το πόσο μας υπολογίζει στο πεδίο και πάντως την τελευταία πενταετία σίγουρα οι πολίτες αυτής της χώρας μπορούν να αισθάνονται πιο ασφαλείς όσον αφορά την Τουρκία.
Σχολίασε εδώ
Για να σχολιάσεις, χρησιμοποίησε ένα ψευδώνυμο.